Στην κυπριακή ταινία «Rosemarie» του Άδωνι Φλωρίδη απονεμήθηκε το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας του φετινού 58ου Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για το βραβείο που απονέμουν οι Ελληνες κριτικοί, μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). Αξίζει να αναφέρω πως είναι η πρώτη φορά που η ΠΕΚΚ βραβεύει μια αμιγώς κυπριακή παραγωγή. Πρόκειται για την ιστορία ενός συγγραφέα ιστοριών για σαπουνόπερες, που βρίσκεται σε συγγραφική κρίση και που δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να διακωμωδήσει τον κόσμο της σαπουνόπερας.
Αντίθετα, η διεθνής κριτική επιτροπή του φετινού φεστιβάλ απένειμε τον Χρυσό Αλέξανδρο, καλύτερης ταινίας του διαγωνιστικού τμήματος στη σουηδική ταινία «Κοράκια» του Γιενς Ασούρ. Πρόκειται για τη σχέση ανάμεσα σε ένα αγρότη και τον έφηβο γιο του, που αγωνίζονται να διατηρήσουν το χωράφι τους, με φόντο τη δεκαετία του ’70. Μέσα από τοπία απόμερα, όπου κυριαρχούν η απομόνωση και η σιωπή, με πρωταγωνιστή έναν αγρότη (εξαιρετικός ο Ρέινε Μπρίνολφσον, που για το ρόλο του κέρδισε και το βραβείο ανδρικής ερμηνείας του φεστιβάλ), ο οποίος προσπαθεί, μέσα από δυσκολίες και αμέτρητα προβλήματα, να κρατήσει τη φάρμα του (που κάποτε θα κληρονομήσει ο καθόλου ενθουσιασμένος γι’ αυτό γιος του), με σκηνές διανθισμένες με ένα ιδιόμορφο συχνά χιούμορ, με λιγοστό διάλογο, και με μόνη αχτίδα ζεστασιάς την παρουσία της μητέρας, ο Ασούρ, με την πρώτη του αυτή μεγάλου μήκους ταινία, κατάφερε να μας δώσει ένα δυνατό, εικαστικά όμορφο, έργο. Τα μέλη της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών (FIPRESCI) απένειμαν το δικό τους βραβείο καλύτερης ταινίας, στην ιρανική ταινία «Χωρίς όνομα, χωρίς υπογραφή» του Βαϊντ Τζαλιλβάντ, ταινία που μας δίνει μια εικόνα της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας μέσα από θέματα όπως η ευθύνη και η ενοχή, μέσα από την ιστορία ενός γιατρού που θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το θάνατο ενός 8χρονου αγοριού. Ακόμη, στην ελληνική κωμωδία «Too Much Info Clouding Over My Head» του Βασίλη Χριστοφιλάκη, τα μέλη της FIPRESCI απένειμαν το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας του φεστιβάλ. Στις πολύ καλές ταινίες του φετινού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης αξίζει να αναφέρω και την ανεξάρτητη αμερικανική ταινία «Lucky» του Τζον Κάρολ Λιντς, αδερφού του διάσημου σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λιντς. Πρόκειται για έναν ύμνο στον απλό άνθρωπο και τις μικρές χαρές της ζωής, αλλά και ένας στοχασμός πάνω στη ζωή και το θάνατο, με τον Χάρι Ντιν Στάντον, εκπληκτικό στον τελευταίο (αντάξιο ενός Όσκαρ) ρόλο πριν από τον πρόσφατο θάνατο του. Η ταινία ξεκινά με τον Λάκι (παρατσούκλι που, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, του δώσανε οι σύντροφοι του στο ναυτικό στη διάρκεια του Β´ παγκόσμιου πολέμου), έναν 91χρονο άντρα, να ξυπνά στην απομονωμένη, αγκαλιασμένη από πράσινα φυτά και θάμνους, καλύβα του, κάπου στις αχανείς εκτάσεις της Αριζόνα, και να ακολουθεί την τακτική προετοιμασία του: τσιγάρο. γυμναστική, πρωινό ρόφημα, ξύρισμα, ντύσιμο, και έξοδος από την καλύβα, με το καουμπόικο καπέλο στο κεφάλι, για να περπατήσει μέχρι το σαλούν της μικρής πόλης όπου ζει, για να πιει τον καφέ του (τα βράδια θα είναι το τακτικό Bloody Mary) και να λύσει το σταυρόλεξο της εφημερίδας. Η ατμόσφαιρα μοιάζει με εκείνη του γουέστερν, με τους κατοίκους να ζουν και να συμπεριφέρονται όπως στις παλιές, αν και ήρεμες, μέρες, με την κάμερα του Λιντς να καταγράφει τους χώρους και τα πρόσωπα με μια άνεση και ένα ρυθμό, που φέρνουν στο νου τις ταινίες του Τζον Φορντ (σε μια μάλιστα σκηνή ο ήρωας, που περιφέρεται στο δρόμο, ξαπλώνει σε μια κουνιστή καρέκλα, όπως ο Γουάιατ Ερπ του Χένρι Φόντα στο My Darling Clementine του Φορντ) και του Κινγκ Βίντορ. Στην ταινία δεν υπάρχουν τα γνωστά στοιχεία των κλασικών γουέστερν (ληστείες, μασκοφόροι ντεσπεράντος, ταχυδρομική άμαξα, ή μονομαχίες αλά Ο..Κ. Κοράλ). Η μόνη σκηνή που πλησιάζει κάπως στο παλιό γουέστερν είναι εκείνη με την ηλικιωμένη γυναίκα του σαλούν να αφηγείται ιστορίες, όταν με το όπλο της, σαν μια τοπική Καλάμιτι Τζέιν, τρομοκρατούσε ή και προσέλκυε τους άντρες. Εκείνο που βασικά παρακολουθούμε, είναι τις καθημερινές ασχολίες του Lucky, τις συζητήσεις του με τους θαμώνες του σαλούν, ιδιαίτερα εκείνες για μια χελώνα που έχει χάσει ο ιδιοκτήτης της (ρόλο που ερμηνεύει ο ίδιος ο Ντέιβιντ Λιντς) και ο οποίος, σε μια απολαυστική κατοπινή σκηνή εξαίρει τις ιδιότητες και τα χαρίσματα της χελώνας, ή, εκείνη με τον δικηγόρο που ετοιμάζει τη διαθήκη του ιδιοκτήτη της χελώνας (ο οποίος θέλει να αφήσει όλη του την περιουσία στη χελώνα), ή, ακόμη, εκείνες με το ασταμάτητο κάπνισμά του, κάπνισμα που, όπως μαθαίνουμε σε μια κατοπινή σκηνή, εκπληκτική εξαίρεση από τους άλλους καπνιστές, όχι μόνο δεν τον βλάπτει αλλά ίσως και να του προξενήσει το θάνατο αν σταματήσει να καπνίζει, όπως του λέει χιουμοριστικά ο γιατρός που τον εξετάζει. (ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΓΒΑ)
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
May 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|