ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ* Σίγουρα ο Τσέχωφ κατέχει εξέχουσα θέση στις δραματολογικές επιλογές του Άγι Παΐκου, μεταφέροντας σε σύγχρονη σκηνοθετική απόδοση στη μικρή σκηνή τού Θεατρικού του Πολυχώρου Εστία σύντομα, κυρίως, έργα από την αριστοτεχνική θεατρική ή διηγηματική παρακαταθήκη του μεγάλου Ρώσου δημιουργού. Αποδεικνύεται τόσο από τις προηγούμενες επιτυχείς του παραστάσεις όσο και κατά τον φετινό Μάιο με τις «Τρεις μορφές από τον Τσέχωφ», όπως ευστόχως τιτλοφόρησε τρεις Τσεχωφικούς μονολόγους υπό τύπον θεατρικού αναλογίου, εγγράφοντάς τους «θεατρική αδεία» μέσα από τα κειμενικά συμφραζόμενα με μετονομασίες και προσωνυμικούς χαρακτηρολογικούς προσδιορισμούς: «Μαρούσκα, η περιστερούλα», «Όλια, μια ψυχούλα» και «Ιβάν, το σκιάχτρο». Και στους τρεις μονολόγους αποτυπώνεται ανάγλυφη η μοναδικότητα της κλασικής γραφίδας του Τσέχωφ σε αρμονική συνήχηση των θεματολογικών πεδίων με τα ψυχογραφικά τοπία των εμβληματικών του χαρακτήρων. Ευσύνοπτα επισημαίνεται η αποκωδικοποίησή τους στο πρόγραμμα της παράστασης: «η παρατεταμένη διαβρωτική πλήξη, τα ανθρώπινα πάθη, η μοναξιά, τα αδιέξοδα, η έλλειψη ουσιαστικής προόδου, η απομόνωση των ανθρώπων, αλλά και η εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια για αλληλοκατανόηση». Εκτός από τη διαλεκτική του κωμικοτραγικού στοιχείου, θα προσθέταμε ότι η έλλειψη ανθρώπινης επικοινωνίας αντανακλάται στο δραματικό ασύμπτωτο των παράλληλων μονολόγων, αντί του διαλόγου της ουσιαστικής επικοινωνίας προσώπων, που συνειδητοποιούν βιωματικά την έλλειψη νοήματος στην ψυχοφθόρα καθημερινότητα της ρωσικής επαρχίας. Μηνύματα διαχρονίας, που επαναλαμβάνονται στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία.
Η πρώτη ιστορία, καθώς με πληροφόρησε ο φίλος σκηνοθέτης, ήταν μια τυχαία ανακάλυψη από τον ίδιο στο παλιό ελλαδικό περιοδικό «Πρώτον» ενός διηγήματος, αποδιδόμενου στον Τσέχωφ με τον ελληνικό τίτλο «Ο πόνος του Ιβάν», δημοσιευμένο τον Οκτώβριο του 1966. Τη δημιουργική πρόκληση, προφανώς, υποκίνησε η μινιμαλιστική δομή της ανατρεπτικής υπόθεσης με το απρόβλεπτο τέλος, ώστε τα διαλογικά μέρη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών του και τα επεξηγηματικά σχόλια του τριτοπρόσωπου αφηγητή να διασκευάσει σε σκηνικό μονόλογο με επιδέξιες ευρηματικές συνδέσεις και συνειρμικές Τσεχωφικές προεκτάσεις, ιδίως στον επίλογο. Τοιουτοτρόπως, η ευτυχής για τους θεατές αυτή συγκυρία τού άγνωστου δραματοποιημένου διηγήματος, όπως επίσης και η θεατρική προσαρμογή του επόμενου, «Η ψυχούλα», επιβεβαιώνει την άποψη του Άγγλου κριτικού και διηγηματογράφου Victor Sawdon Pritchett (alias VSP) ότι τα θεατρικά έργα τού Τσέχωφ είναι επεκτάσεις των διηγημάτων του, που τα θεωρεί μάλιστα δραστικότερα των θεατρικών. Τη Μαρία Αντρέγιεβνα με το υποκοριστικό χαϊδευτικό Μαρούσκα-περιστερούλα υποδύθηκε η νεαρή ταλαντούχα Ελεωνόρα Σερένα, ενσαρκώνοντας με επίγνωση τού διπλού δύσκολου ρόλου της δύο παράλληλες επιθυμίες. Σε ένα διαλογικό μονόλογο κατάφερε να εκφράσει τις ματαιόδοξες βλέψεις μιας ηθοποιού για τον αθέατο επί σκηνής ομότεχνό της Ιβάν Ακίμοβιτς, εγκιβωτίζοντας στα δικά της λόγια την παρερμηνεία των φραστικών σκέψεων και των κολακευτικών του φιλοφρονήσεων: εκείνο που διστακτικά θέλει να της ζητήσει δεν είναι η ανταπόκριση στο ερωτικό του πάθος γι’ αυτήν, όπως ιδεοληπτικά πιστεύει, αλλά βότκα για να πιει, ξεμένοντας από χρήματα. Με άνεση σπασμωδικών κινήσεων και φωνητικών μεταπτώσεων η Ελεωνόρα δεν ζωντάνεψε μόνο τα αντιφατικά συναισθήματα και τις μετέωρες ψευδαισθήσεις τής Τσεχωφικής ηρωίδας, αλλά και το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον «Γλάρο», με το οποίο προσφυώς ο σκηνοθέτης εμπλούτισε ως επίλογο το διήγημα που δραματοποίησε. Την Όλια, κατά διασκευή του διηγήματος «Η ψυχούλα» από τον Gabriel Arout στο έργο του « Cet animal étrange», που περιλαμβάνει και άλλες δραματοποιήσεις από διηγήματα του Τσέχωφ, υποδύθηκε με πειθώ ώριμης υποκριτικής τέχνης η ηθοποιός μας Μαρία Μίχα. Στον παλμώδη μονόλογό της, που απέπνεε τον ψυχισμό μιας αφελούς καλοσυνάτης γυναίκας, ξεδίπλωσε παραστατικές εικόνες και υποβλητικά δρώμενα μέσα από τις εμπειρίες του κόσμου της, που δεν ήταν άλλος από τους πρώην συζύγους της και τον πρόσφατο εραστή της: έναν θεατρώνη και έναν ξυλέμπορο, που πέθαναν, καθώς και έναν κτηνίατρο, που αν και την εγκαταλείπει, ξαναφτιάχνοντάς τα με τη σύζυγό του, της αφήνει το παιδί τους. Πώς μπορούν να συγκριθούν οι προηγούμενες γνώσεις της, που απεκόμισε από τις επαγγελματικές ενασχολήσεις των συζύγων της, με τα όσα μαθαίνει τώρα, βοηθώντας τον μικρό Σάσα στη μελέτη του. Ομολογουμένως, η Μαρία Μίχα μάς συγκίνησε σε ρυθμούς κρεσέντο: από τον υποτακτικό θαυμασμό για την εξουσιαστική παντοκρατορία της αντρικής γνώσης μέχρι την επίγνωση της αυτοδυναμίας της ηρωίδας στο αποκορύφωμα του έργου, όπου οι λυρικοί τρυφεροί στίχοι της Μαρούλας Τζούβα Παΐκου, από την ποιητική της συλλογή «Ανοιχτό παράθυρο», αναπέμπουν στην απλότητά τους τη μεγαλοσύνη ενός ύμνου στη μητρότητα σε αντιστικτική συγχορδία με τη μάνα-φύση: «Κάθε μάνα είναι φως·/είναι ήλιος που φωτίζει·/είναι το νερό που πίνεις·/ο αέρας π’ αναπνέεις·/η βροχή που σε δροσίζει». Όσο για το τρίτο έργο «Ιβάν, το σκιάχτρο», μετάλλαξη του τίτλου τού γνωστού μονολόγου «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού», είχαμε την τύχη, μπροστά στην κλειστή λειτουργικά κόκκινη αυλαία, μιας άλλης εξαιρετικής ερμηνείας με την καλλιτεχνική σφραγίδα του Νίκου Χαραλάμπους. Άκρως παραστατικές οι εικόνες και αλλεπάλληλα τα περιγραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή του δυστυχισμένου και καταπιεσμένου Τσεχωφικού ήρωα, στη σκιά της αυταρχικής του συζύγου, που μάς παρουσίασε ο κορυφαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης μας Νίκος Χαραλάμπους. Μέσα από την εκφώνηση απλώς μιας αυτοβιογραφικής ομιλίας και απευθυνόμενος στους θεατές σε μια μετωπική στάση, ανέδειξε το ερμηνευτικό ήθος του καλού ηθοποιού, που συναρτάται άμεσα, όχι απαραιτήτως με κινησιολογία υποκριτικής, αλλά, καθ’ υπόδειξη του Στανισλάβσκι, με την αφομοιωτική κατανόηση του θεατρικού χαρακτήρα. Ιδιαιτέρως, ως προς τον Νίκο Χαραλάμπους επαρκεί το ερμηνευτικό βάθος και το πλάτος της ταλάντωσης των φωνητικών του χορδών, καθώς αφουγκραστήκαμε και αυτή τη φορά τους κραδασμούς τους στους εξομολογητικούς ποιητικούς τόνους του μονολόγου: «Να ξεφύγω […]. Και να βρεθώ κάπου μακριά, στη μέση ενός αγρού, και να σταθώ κάτω από τον αχανή ουρανό σαν δέντρο, στύλος ή σκιάχτρο, και να κοιτάζω όλη νύχτα το λαμπερό φεγγάρι, και να ξεχάσω, να ξεχάσω…Ω, τι υπέροχο θα ήτανε να μη θυμάμαι τίποτα!». *Φιλόλογος, Κριτικός Θεάτρου & Λογοτεχνίας
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|