Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Βγαίνω να πετάξω τα σκουπίδια της ημέρας και καθώς πλησιάζω τον μεγάλο πράσινο κάδο στην είσοδο του σπιτιού μου αντιλαμβάνομαι κάτι να κινείται μέσα στα δέντρα. Πάλι οι γάτες κάνουν πάρτι σκέφτομαι και προχωρώ.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο αντιλαμβάνομαι πως κάνω λάθος γιατί αυτό που βλέπω δεν είναι τα χαριτωμένα αδέσποτα της γειτονιάς αλλά άνθρωπος. Αμέσως πανικοβάλλομαι και τσιρίζω σαν τρελή «Ποιός είστε»; Η υστερική φωνή μου εννοείται πως τρομάζει την σκοτεινή φιγούρα που ξαφνικά στέκεται μπροστά μου ψελλίζοντας συγγνώμη. Μέσα στο σούρουπο διακρίνω ένα μικροσκοπικούλη γεροντάκι που με κοιτάει σχεδόν απολογητικά. «Χίλια συγγνώμη για τη φωνή που έβαλα αλλά με τρομάξατε» του λέω και νοιώθω την καρδιά μου να σπάει. Τον βλέπω να μου σκάει ένα ντροπαλό χαμόγελο και μου εξηγεί πως ψάχνει για τενεκεδάκια και παλιοσίδερα που τα πουλά στην ανακύκλωση για λίγα ευρώ. Ότι βγάλει το δίνει στην εγγόνα του που πάει στο γυμνάσιο. Ανεβάζει τα χέρια του για να μου δείξει τις δύο πλαστικές σακούλες που κρατά γεμάτες από στραβωμένα κουτάκια αναψυκτικών και κάτι παλιές σιδερένιες κρεμάστρες που αμέσως αναγνωρίζω. Νοιώθω ότι θα βάλω τα κλάματα και στο πρόσωπο του βλέπω ξαφνικά τον δικό μου παππούλη. Θέλω να τον αγκαλιάσω σφικτά αλλά φοβάμαι μήπως με περάσει για τρελή. Δεν ξέρω τι να του πω, σκέφτομαι μήπως τον προσβάλω αλλά θέλω να τον γνωρίσω. Τον προσκαλώ να έρθει μέσα να τον κεράσω κάτι να φάει. «Χρυσή μου δεν είμαι ζητιάνος, αυτό που κάνω τώρα είναι η δουλειά μου. Ένα πιάτο φαγητό έχω να φάω…» μου απαντά απότομα, σχεδόν θυμωμένα αλλά με μια απόλυτη αξιοπρέπεια και περηφάνια. Στεναχωριέμαι γιατί δεν θέλω να τον φέρω σε δύσκολη θέση και του ζητώ συγγνώμη. Επιμένω. «Ελάτε μέσα έστω και για ένα ποτηράκι νερό». Καταφέρνω να τον πείσω και λίγα λεπτά αργότερα καθόμαστε στο παγκάκι της αυλής μου και τρώμε παγωτό. Το πρώτο παγωτό της σεζόν παρέα με τον παππούλη που μαζεύει τενεκεδάκια για να χαρτζιλικώνει την εγγονή του. Ξαφνικά νοιώθω λες και γνωριζόμαστε χρόνια. Κάτω από τη λάμπα του κήπου τον παρατηρώ καλύτερα. Δεν είναι πάνω από ενάμιση μέτρο, φορά ρούχα πεντακάθαρα και μυρίζει λεμόνι. Το βλέμμα στο ζαρωμένο του πρόσωπο τόσο έξυπνο και τόσο πολύ βαθύ. Τον αγαπώ ακαριαία. Μου μιλά για το χωριό του στην επαρχία Αμμοχώστου, για την προσφυγιά, για το παλιό διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου στις προσφυγικές πολυκατοικίες απέναντι. Μου παραπονιέται για το χαλασμένο ασανσέρ που κανείς δεν έρχεται να φτιάξει και που τον δυσκολεύει πολύ γιατί δεν μπορεί πια να ανεβαίνει τόσα σκαλιά. Μου μιλά για την τριανταφυλλιά που μεγαλώνει στο μπαλκόνι του. «Σαν δέντρο έχει γίνει. Και τα τριαντάφυλλα της, τα πιο κόκκινα όλης της γειτονιάς. Τα φυτά, χρυσή μου κόρη, θέλουν αγάπη. Της τριανταφυλλιάς μου εγώ της μιλώ και αυτή μ’ ακούει…» «Ωραίο το παγωτό σου» μου λέει με ευχαρίστηση και γελά. Δέχεται να τον πάω στο σπίτι γιατί έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και έχει και τις σακούλες του να κουβαλήσει. Μέσα στο αυτοκίνητο συμφωνούμε πώς όλη τη βδομάδα θα μαζεύω τενεκεδάκια και κάθε απόγευμα Σαββάτου θα περνά να τα παίρνει. Δίνουμε τα χέρια σφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό την πιο αξιοπρεπή συμφωνία που έκλεισα ποτέ μου. Τον αφήνω έξω από την πολυκατοικία στον προσφυγικό συνοικισμό απέναντι από το σπίτι μου και καθώς τον βλέπω να απομακρύνεται νοιώθω ξαφνικά τεράστιο θυμό για αυτή την κοινωνία και στην ουσία για όλους εμάς που αδιαφορούμε για αυτόν τον παππούλη και για κάθε παππούλη που αναγκάζεται να μαζεύει τενεκεδάκια στα ογδόντα του και να γυρνά σε ένα παμπάλαιο διαμέρισμα χωρίς ασανσέρ... Κοιτάω πάνω. Στο μπαλκόνι του δευτέρου βλέπω τα πιο όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα που είδα ποτέ.
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|