Την άρνηση που έχω με τα καρναβάλια και τα μασκαρέματα την γνωρίζουν όσοι με ξέρουν καλά και νομίζω πως πρέπει να σας το αναλύσω για να καταλάβετε τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία. Η τελευταία φορά που δέχθηκα να μεταμφιεστώ σε κάτι είναι η γνωστή ιστορία που σας έχω ξαναδιηγηθεί, τότε δηλαδή που η μητέρα μου είχε την φαεινή ιδέα να με ντύσει ζάρι χώνοντας με μέσα σε μια τετράγωνη κούτα με αυτοσχέδιες βούλες που σχημάτιζαν τους αριθμούς από το δύο ως το πέντε. Ο δε αριθμός ένα ήταν μια γελοία μαύρη φούντα καρφιτσωμένη στην κεφάλα μου, ενώ το έξι σχηματιζόταν από ένα ζευγάρι τριάδες φούντες ραμμένες πάνω στο άθλιο και ημιδιάφανο λευκό καλσόν μου. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν την απέχθεια που από εκείνη την Απόκρια και εντεύθεν νοιώθω για τις μεταμφιέσεις αφού ποτέ δεν ξεπέρασα τις πανέμορφες κολομπίνες, σπανιόλες και νεράιδες που περνούσαν από δίπλα μου ενώ εγώ βρισκόμουν εγκλωβισμένη στο τεράστιο χαρτόκουτο μου.
Το κερασάκι στην τούρτα όμως, αυτό που επέφερε και την οριστική ρήξη μου με το θέμα Καρναβάλι ήρθε αρκετά χρόνια αργότερα και ακούει στο όνομα Γιώργος. Ο Γιώργος ένα παλικάρι σαν τα κρύα τα νερά, δύο μέτρα άντρας, κουκλί σκέτο συχνάζει στο ίδιο στέκι με μένα και σιγά -σιγά γινόμαστε φίλοι. Μόλις έχω μετακομίσει στην Αθήνα- καμιά 25ετία πίσω- δεν ξέρω ακόμη κόσμο και το μπαράκι εκείνο γίνεται σχεδόν το δεύτερο σπίτι μου. Εν πάση περιπτώσει , πίσω στο θέμα μας. Ο Γιώργος που λέτε, φωτογράφος στο επάγγελμα, γίνεται φιλαράκι αλλά ενδόμυχα αρχίζω λιγάκι και να τον γουστάρω αφού είπαμε ο τύπος είναι άλφα- άλφα! Όταν λοιπόν με προσκαλεί να πάμε μαζί σε ένα μασκέ πάρτι κάποιου φίλου του, ενθουσιάζομαι αλλά δεν το πολυδείχνω μη μας πάρει και χαμπάρι και εξαρχής του ξεκαθαρίζω πως εγώ μασκαράς δεν γίνομαι! Και για να μη με παρεξηγήσει το παιδί και με περάσει και για καμία σουρλουλού του δηλώνω πως στο πάρτι θα φέρω μαζί και την κολλητή μου. Όλα ωραία και καλά, τα αιτήματα μου γίνονται αποδεκτά και έτσι κλείνουμε ραντεβού για το επόμενο Σάββατο με τον Γιωργάκη μας για να πάμε στο περιβόητο το πάρτι. Θα συναντηθούμε έξω από το ξενοδοχείο «Παρκ» γιατί το σπίτι του κολλητού είναι κάπου εκεί κοντά. Και έρχεται το Σάββατο το ευλογημένο. Στη τρίχα εμείς, σουνάμενες, λυγάμενες με τη φιλενάδα κατηφορίζουμε προς το σημείο συνάντησης. Φτάνουμε. Μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου, εγγλέζες, ακριβώς την ώρα που είπαμε. Δεν βλέπουμε τον Γιώργο. Αντικρίζουμε όμως ένα δίμετρο λευκό κουνέλι με κάτι τεράστια όρθια αυτιά και δύο δοντάρες σαν χαλούμια κολλημένες σε μια ροζ πλαστική μύτη. Για μια στιγμή κάνουμε να το αγνοήσουμε το δίμετρο λευκό κουνέλι που στέκεται αμέριμνο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας αλλά αυτό μας χαιρετά και έρχεται χαρούμενο προς το μέρος μας. Στα μάτια του αντικρίζω το βλέμμα του Γιώργου και το ξενέρωμα είναι απόλυτο και ακαριαίο! Η πιο γρήγορη και πλήρης απομυθοποίηση ever! Δεν είναι δυνατόν αυτό που μου συμβαίνει. Ο όπου Γιώργος και μάλαμα, έχει ντυθεί γιγάντιο λευκό κουνέλι, στολή που όπως σπεύδει να μας πληροφορήσει με ενθουσιασμό του έραψε με τα χεράκια της η μανούλα του η χρυσοχέρα. Όπως διαπιστώνουμε καθώς το κουνέλι προχωρά μπροστά μας, η γλυκιά μαμά εννοείται πως δεν παρέλειψε να προσθέσει εκεί που κανονικά θα έπρεπε να θαυμάζουμε τα όμορφα και γυμνασμένα οπίσθια του Γιωργάκη, μια χνουδωτή ολοστρόγγυλη ουρά, έτσι για να μας αποτελειώσει η κακούργα! Υπομονή καλοί μου φίλοι γιατί δεν τέλειωσε εδώ το σκηνικό ! Εννοείται πως έχει και συνέχεια! Από το πουθενά το χνουδωτό ζωάκι μας εμφανίζει κασετόφωνο της εποχής συνδεδεμένο με μεγαφωνάκι χειρός. «Γλυκιά μου αυτό θα το κρατάς εσύ και μόλις μπούμε μέσα, πάτα το play!», προστάζει ο κούνελος. «Κάτσε να κάνουμε μια δοκιμή», συνεχίζει και ακάθεκτος πατά το κουμπί. «Είσαι σαν κουνέλιιιι, είσαι σαν κουνέλιιιι…», τραγουδά ο Ρακιντζής και όπως καταλαβαίνετε αυτή είναι και η χαριστική βολή...Καρναβάλια, μεταμφιέσεις, μασκέ αλλά και Γιώργος, τέλος !
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|