ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Για ακόμη μια φορά διαπιστώνω δυστυχώς πόσο πολύ μας αρέσει στον τόπο αυτό - ίσως έτσι έχουμε μάθει - να βάζουμε ταμπέλες στους άλλους και να αναμένουμε από αυτούς συγκεκριμένες συμπεριφορές μόνο και μόνο από το ονοματεπώνυμο που γράφει η ριμάδα η ταυτότητα τους. Για να γίνω πιο κατανοητή και να νοιώσετε τι λέω, θα σας περιγράψω περιστατικό που μόλις μου συνέβη σε δημόσια υπηρεσία που πήγα για ένα απλό θεματάκι της μητέρας μου. Και ενώ έχω συνηθίσει, έως και αποδεχθεί, συμπεριφορές τέτοιου ύφους και είδους και γενικά είμαι αυτό που λέμε πολύ εκπαιδευμένη και ανθεκτική σε τέτοια, υπάρχουν φορές που θυμώνω πραγματικά πολύ και λυπάμαι γιατί κάποιοι άνθρωποι σκέφτονται και ενεργούν με τον τρόπο αυτό.
Νωρίς το πρωί με ήρεμη και θετική διάθεση μπαίνω σε κρατική υπηρεσία για να κανονίσω αυτό που σας έλεγα, μια και η μητέρα μου πλέον δεν οδηγεί και δεν μπορεί η ίδια εύκολα να διευθετήσει τις υποθέσεις της. Παίρνω τον αριθμό σειράς εξυπηρέτησης και κάθομαι. Πιάνω και χαλαρή κουβεντούλα με μια γλυκιά ηλικιωμένη κυριούλα που μέσα σε δέκα λεπτά και μέχρι να έρθει η σειρά της μου λέει την ιστορία της ζωής της και για τα πηγαινέλα της στη συγκεκριμένη υπηρεσία που βρισκόμαστε. Σε λίγο εμφανίζεται στο ταμπλό και ο δικός μου αριθμός και προχωρώ. «Καλημέρα σας», λέω στην ξανθιά κάποιας ηλικίας λειτουργό, που με κοιτάει αδιάφορα και βαριεστημένα γεγονός εντελώς κατανοητό σκέφτομαι, μια και ο κόσμος είναι πολύς και σίγουρα η κυρία έχει εξυπηρετήσει χίλιους πριν από μένα. «Παρακαλώ μπορείτε να με βοηθήσετε», ρωτώ, αφού η ίδια ακόμη δεν μου έχει απευθύνει τον λόγο. «Χρειάζομαι μια επιβεβαίωση για τη μητέρα μου και έχω και σχετική εξουσιοδότηση, αφού η ίδια δεν μπορεί να έρθει.» Συνεχίζει να με κοιτά με απάθεια και χωρίς καν να απαντήσει, μου κάνει ένα τύπου νόημα να της δώσω τα χαρτιά που κρατώ. Της τα δίνω μαζί με την ταυτότητα μου που αποδεικνύει πως είμαι όντως η κόρη της μητέρας μου. Βάζει τα γυαλιά της, τα διαβάζει τάχα μου με προσοχή και μετά με ξανακοιτάει σίγουρα με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πριν. «Το όνομα σου χρυσή μου;», με ρωτά και στο μάτι της διακρίνω εκείνο το γνωστό βλέμμα που έχω αντικρίσει τόσες μα τόσες πολλές φορές στη ζωή μου. Της το λέω. «Με τον Τάδε τι σχέση έχεις;», με ρωτά ενώ είμαι σίγουρη πως ήδη ξέρει, αφού το γράφει και η ταυτότητα που κρατά στα χέρια της. Της απαντώ. «Πατέρας μου.» Με ξανακοιτά και για να είμαι πιο συγκεκριμένη με καρφώνει και μου κάνει και ένα περίεργο μορφασμό μεταξύ χαμόγελου και εμετού. Σπρώχνει λίγο την καρέκλα της προς τα πίσω, σταυρώνει τα χέρια και φουσκώνει σαν παγόνι, αφού το νοιώθει πως τώρα είναι η στιγμή της και το highlight της ημέρας της, που θα συζητά κομπάζοντας στο διάλειμμα με τις συναδέλφους της. «Δεν έχει σημασία ποια είσαι χρυσή μου», μου λέει πολύ δυνατά για να την ακούσουν όλοι και συνεχίζει «όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στο νομό και εδώ δεν κάνουμε χάρες σε κανένα.» Την κοιτάω παγωμένη και ατάραχη. Είπαμε, έχω αποκτήσει μάστερ στο θέμα, όμως μέσα μου νοιώθω ξαφνικά να βράζω και είμαι σίγουρη πως ανέβασα ήδη πυρετό. «Συγγνώμη, σας ζήτησα εγώ καμιά χάρη κυρία μου;», την ρωτώ ενώ έχω ανεβάσει ήδη τον τόνο της φωνής μου και σίγουρα νοιώθει πως με τα μάτια μου της κόβω λίγο-λίγο το λαρύγγι. «Όχι αλλά το ξεκαθαρίζω!», μου λέει σχεδόν φωνάζοντας «γιατί έρχεστε διάφοροι εδώ μέσα και επειδή λέγεστε όπως λέγεστε θέλετε χάρες και μέσον!» Σε αυτό το σημείο ήδη τρέμω και από τα νεύρα μου νοιώθω πως θα κλάψω. Δεν της κάνω τη χάρη, ευτυχώς, και αντ’ αυτού της χαμογελώ όσο πιο ψεύτικα και ειρωνικά γίνεται… Πριν γυρίσω να φύγω χωρίς να κάνω τη δουλειά μου, εννοείται, της εξηγώ - όχι πολύ ήρεμα ομολογουμένως - πως αν ήθελα μέσον και χάρες δεν θα πήγαινα σίγουρα σε αυτήν, αλλά δεν με ακούει καν. Είναι τόσο ικανοποιημένη και περήφανη για τον εαυτό της που μ’ έβαλε στη θέση μου… Αχ και να μπορούσα να της δαγκώσω τη μύτη, πόσο ικανοποιημένη και περήφανη θα ένοιωθα και ‘γω…
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|