Ξαφνικά ξυπνάω. Είναι 4 το πρωί και ο μεγάλος μου ο γιος δεν έχει ακόμη γυρίσει από τη νυκτερινή έξοδο του αφού το αυτοκίνητο λείπει από το παρκινγκ. Οκ θα μου πείτε σιγά τα ωά έτσι δεν γίνεται πάντα και μας βρίσκει το άγριο χάραμα ; Έλα όμως που τώρα πια οδηγεί και αυτό είναι το θέμα μου... Αρχίζω τα τηλεφωνήματα στο κινητό και όταν δεν απαντά στο δέκατο συνεχόμενο τηλεφώνημα τον πλακώνω στα μηνύματα. Καμία απάντηση και η αγωνία μου μέσα σε δέκα λεπτά είναι εκτός ελέγχου. Αρχίζω να πηγαινοέρχομαι μέσα στο σπίτι, ανοίγω παράθυρα, την εξώπορτα, βγαίνω στην αυλή, ξαναμπαίνω στη κουζίνα, φτιάχνω καφέ , ανάβω τσιγάρο και ενδιάμεσα τηλεφωνώ και στέλλω μηνύματα εναλλάξ. Βάζω με το μυαλό μου το κακό και ορκίζομαι πως δεν θα ξαναβρίσω τη μάνα μου η οποία με το που δεν απαντώ κινητοποιεί το σύμπαν ολόκληρο για να με βρουν τηλεφωνώντας ακόμη και σε άτομα με τα οποία έχω να μιλήσω αιώνες.
Και μια και την αναφέρω να σου την γύρω στις 4.30 με τη μαύρη βελούδινη ρόμπα της και τα μακριά μαλλιά ελεύθερα ως μεταμεσονύκτιο ξωτικό στα Καρπάθια Όρη. Η μητέρα μου σπανίως κοιμάται τις ώρες που κοιμούνται οι φυσιολογικοί άνθρωποι και ο ύπνος της είναι κάτι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, με το ένα μάτι ανοικτό και το αυτί τέντα για να ξέρουμε και τι μας γίνεται βρε παιδιά. Δεν θέλω να της πω τίποτα για να μην έχουμε περαιτέρω δράματα και υστερίες αλλά με το που με βλέπει καταλαβαίνει πως κάτι συμβαίνει. Της εξηγώ. «Παπαπαπα» η πρώτη της αντίδραση , γνωστή στο σπίτι μας ως «η ώρα της πάπιας» με ανάλογο κτύπημα χεριών στον αέρα που ακολουθείται σχεδόν πάντα από άναμμα τσιγάρου και μια βαθιά ρουφηξιά. Τρέχει στο σταθερό και αρχίζει να πατά νευρικά και με δύναμη τον αριθμό του. Ή έτσι νομίζει τουλάχιστον γιατί της απαντά μια αγουροξυπνημένη και εντελώς άγνωστη εννοείται γυναικεία φωνή που της εξηγεί πως κάνει λάθος και πως «όχι δεν είναι μαζί μου ο εγγονός σας κυρία μου». Της το κλείνει στα μούτρα χωρίς καν να ζητήσει απ΄ την κοπέλα ένα συγγνώμη. «Κωλοτηλέφωνα, μπερδεύτηκαν οι γραμμές δεν μας φτάνει η αγωνία μας!!» Και αρχίζουμε πάλι τα παπαπά και τα πουπουπουπού ανάμεσα στη συνηθισμένη κατσάδα που τρώω για την ελευθερία που έχω δώσει στα παιδιά μου και «να τα αποτελέσματα!» Ούτε καν απαντώ αλλά πλησιάζει πέντε το πρωί και νοιώθω πως θα πεθάνω αν το παιδί μου δεν φανεί εντός ολίγου.. «Αχ μανούλα μου τι θα κάνουμε, να πάρουμε τα νοσοκομεία»; τη ρωτώ, και επειδή αντιλαμβάνεται επιτέλους σε πόσο άσχημη κατάσταση βρίσκομαι μου χαμογελά και μου ρίχνει ένα εντελώς ψεύτικο «ηρέμησε». Στο δευτερόλεπτο τη βλέπω σε αυτή την έξαλλη κατάσταση να ανοίγει ντουλάπια, να βγάζει κούπες και υλικά και εκεί στις πέντε το πρωί αποφασίζει πως η λύση μας δεν είναι άλλη από τη φανουρόπιτα. «Άσε τις σαχλαμάρες Φανούρη και συγκεντρώσου! Φέρε το παιδί σπίτι γιατί θα τ’ ακούσεις και συ», μονολογεί στο δόλιο τον Άγιο που γενικώς τον έχουμε «πρήξει» με τις παρακλήσεις μας, ενώ ανακατεύει με τη μεγάλη ξύλινη κουτάλα κάνοντας μου ταυτόχρονα νόημα να ξαναπάρω τηλέφωνο μπας και έχει γίνει το θαύμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον κανακάρη μας να μπαίνει στη κουζίνα με τις πιτζάμες του και να μας κοιτά νυσταγμένος με απορία.. «Ρε παιδιά τι γίνεται; Mα γιατί τόση φασαρία προσπαθούμε να κοιμηθούμε εδώ μέσα», μας λέει και φεύγει.. Και το θαύμα έγινε μεγάλη η Χάρη του. Άσχετα αν το παιδάκι μου ήταν από νωρίς στο σπίτι. Γύρισε με φίλους γιατί το αυτοκίνητο του δεν έπαιρνε μπρος. «Μα πόσο ηλίθια είσαι εσύ δεν λέγεται.. Δεν κοίταξες πρώτα στο δωμάτιο του βρε βλάκα». Ένα δίκιο μεταξύ μας το έχει.....
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|