ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Προχθές το βράδυ, πολύ αργά, περπατούσα με ένα αγαπημένο φίλο στους δρόμους της παλιάς Λευκωσίας και σε ένα στενάκι λίγα μέτρα μόνο μακριά από τα μπαράκια και τα όμορφα in εστιατόρια της περιοχής είδαμε μια γριούλα, μικροκαμωμένη, μια σταλιά όλη κι όλη, περιτριγυρισμένη από καμιά εικοσαριά γάτες που χοροπηδούσαν γύρω της περιμένοντας να τις ταΐσει. Σκυμμένη όπως ήταν, σε αυτή τη σκοτεινή στοά της πρωτεύουσας μπορούσαμε μόνο να δούμε την πλάτη της και τα κοντά καλτσάκια της με τις παντόφλες, ενώ την ακούσαμε να λέει με μια φωνή σχεδόν παιδική γεμάτη τρυφεράδα ''ελάτε μωρά μου έφερα το φαγητό σας, ελάτε αγάπες μου'' ενώ αυτές έπεφταν με τα μούτρα σε μια πλαστική σακούλα που τους έβαλε στην άκρη του δρόμου.
«Γεια σας», της λέω. «Χρόνια σας πολλά, μα είναι πολύ αργά για να βγείτε να ταΐζετε τους γάτους!». Γυρνά και μας κοιτά χωρίς να δείχνει καθόλου ξαφνιασμένη ή ενοχλημένη και περπατά λίγο προς το μέρος μας. Μας σκάει ένα πονηρό χαμόγελο εντελώς ξεδόντικο, μα τόσο όμως χαριτωμένο, και μας πλησιάζει ακόμη πιο πολύ. «Χρόνια πολλά μάνα μου. Ε, τα μωρά μου αγάπη μου με περίμεναν και σήμερα άργησα πολύ ώσπου να μαζέψω το φαγητό τους από τις ταβέρνες.» Κάτω από τη λάμπα του δρόμου μπορούμε πια να τη δούμε καθαρά. Την παρατηρώ και παρά το έντονα γερασμένο πρόσωπο βλέπω δύο σπιρτόζικα πράσινα μάτια βαμμένα με μαύρο σαν κάρβουνο μολύβι, ενώ τα μαλλιά της αραιά και αχτένιστα, βαμμένα σε έντονο κόκκινο, είναι πιασμένα στο πλάι με ένα κοριτσίστικο κοκαλάκι με ροζ λουλούδι. «Μα τι γλυκιά που είστε», της λέω, και έτσι αυθόρμητα την αγκαλιάζω και το ίδιο αυθόρμητα αυτή μου δίνει δύο σταυρωτά φιλιά. «Χριστός Ανέστη κούκλα μου», μου λέει και μου πιάνει το χέρι. «Φαίνεσαι καλή κοπέλα», συνεχίζει και μου ξαναχαμογελά. «Εγώ που λες κούκλα μου έμαθα από μωρό να κυκλοφορώ μόνη τα βράδια. Εδώ μεγάλωσα κόρη μου εγώ, είμαι η Ελενάρα με τ' όνομα. Και ‘συ, να σε δω… γλυκιά είσαι αλλά που να με δεις εμένα στα νιάτα μου αγάπη μου, εγώ ήμουν σκέτη κούκλα. Τραγουδούσα και χόρευα σε όλα τα κέντρα της Λευκωσίας και όλοι οι άντρες με κυνηγούσαν και με ήθελαν. Ήμουν πολύ όμορφη κοπέλα αγάπη μου» και στο αυτί μου ψιθύρισε συνωμοτικά, «και καλή στον έρωτα, τα εγγλεζούδκια με αγαπούσαν πολύ», και μου κλείνει το μάτι. «Μα τώρα, όμως, είναι πολύ αργά για να γυρνάτε έξω μόνη σας», επιμένω εγώ και συνειδητοποιώ πως ακόμα μου κρατά το χέρι. «Εγώ δεν φοβάμαι κανένα χρυσή μου», μου λέει και βλέποντας το γεμάτο εμπειρίες μάγκικο βλέμμα της, την πιστεύω απόλυτα. «Εξάλλου δεν έχω πια κανένα εκτός από τα μωρά μου που κάθε βράδυ περιμένουν να έρθω να τους φέρω φαγητό. Τους έχω βαφτίσει κιόλας όλους στη γειτονιά, κοίτα η άσπρη είναι η Χιονούλα μου και η κόκκινη είναι η Λενιώ... της έδωσα το όνομα μου γιατί είναι όμορφη σαν εμένα...» «Θέλετε να σας πάμε σπίτι τώρα γιατί άρχισε κιόλας να βρέχει;», προτείνω στη μικροκαμωμένη γυναίκα που μου κρατά σφικτά το χέρι. «Σπίτι; Μα εν έχω σπίτι πια εγώ. Αυτές τις μέρες κοιμάμαι σε μια φίλη, αλλά αν έχει κόσμο - ξέρεις εσύ, κανά πελάτη ή παρέα - πάω όταν ξημερώσει για να μην την ενοχλώ.» Πριν φύγω της έγραψα σε ένα χαρτί το τηλέφωνο μου. «Ό,τι χρειαστείτε να με πάρετε». Το πήρε, το έβαλε γρήγορα στη τσέπη της ανδρικής ζακέτας της χωρίς καν να το κοιτάξει. Ξέρω ότι δεν θα μου τηλεφωνήσει ποτέ.
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|