ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Kάποιοι ίσως να με πουν υπερβολική, ίσως και να με κοροϊδέψουν, αλλά καθόλου δεν με νοιάζει. Μόνο όσοι έχουν βιώσει μια τόσο στενή σχέση με κάποιο ζωάκι θα νοιώσουν απόλυτα πόσο αληθινά θλιμμένη είμαι… Καλέ μου Λεξάκο, μπήκες στη ζωή μου ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά απλά έφυγες, και όσο αστείο ή γελοίο και αν φαίνεται σε κάποιους, εμένα μου λείπεις πολύ. Ένα πρωί καλοκαιριού εμφανίστηκες στη Φάρμα, ένα μικρό μπεζ κουβαράκι κουλουριασμένο στο χαλάκι της πόρτας. Σε πήρα αμέσως αγκαλιά και ενώ ήσουν χαμένος και σε περιβάλλον άγνωστο δεν έδειχνες φοβισμένος ή ανήσυχος. Λες και ήσουν αποφασισμένος ότι αυτό εδώ θα ήταν από τώρα και στο εξής το σπίτι σου και ότι εγώ θα γινόμουν η μαμά σου. Και έτσι έγινε… Γρήγορα μεγάλωσες και ταυτόχρονα μεγάλωνε και η μεταξύ μας σχέση... Μέχρι το τέλος του φθινοπώρου εξελίχθηκες στον πιο παράξενα όμορφο γάτο της αυλής… Kεραμιδόγατο ίσως, αλλά αριστοκρατικός και επιβλητικός λες και είχες αίμα κάποιας ράτσας σπάνιας και μακρινής. Μεταξένια μαλακός και με ένα αλλιώτικο απ’ των άλλων γάτων τρίχωμα, όταν σε χάιδευα, με ένα τρόπο μαγικό, αμέσως ηρεμούσα και ένοιωθα ασφαλής και γεμάτη αγάπη.
Γρήγορα κέρδισες τον θαυμασμό όλων και έγινες ο Λέξης, σήμα κατατεθέν και η απόλυτη μασκότ της Φάρμας. Μέσα σε λίγες μόλις βδομάδες κατέκτησες με την τρυφεράδα και την ακαταμάχητη πονηράδα σου το προνόμιο του να ζεις αποκλειστικά μέσα - εκτός από την πεντάλεπτη βόλτα σου στον κήπο που ήταν και μοιραία τελικά - και να κοιμάσαι με τις ώρες πάνω στην καρέκλα του γραφείου. Με το χαρακτήρα σου και τη διαφορετικότητα σου επέβαλλες απόλυτα την παρουσία σου στο χώρο και μια θέση στην καρδιά όλων, ακόμη και εκείνων που δεν αγαπούσαν τα γατιά. Δεν έμοιαζες με κανένα άλλο, δεν έκανες ποτέ παρέα με τ’ άλλα γατάκια στην αυλή και σίγουρα δεν συμπεριφερόσουν σαν ένας κλασικός γάτος... Eίμαι σίγουρη πως ήσουν στ’ αληθινά σοφός και τα κίτρινα μελαγχολικά μάτια σου ήταν τόσο διαπεραστικά που με αφόπλιζαν κάθε φορά που ήθελα να σε μαλώσω για κάποια σκανταλιά σου. Το έντονο βλέμμα σου όταν με κοιτούσες ήταν λες και έκρυβε μέσα του χιλιάδες μυστικά που ήθελες να μοιραστείς μόνο μαζί μου. Όση ώρα βρισκόμουν στο χώρο με ακολουθούσες παντού. Aπαιτούσες με τον επίμονο, αλλά μοναδικό, τρόπο σου να μοιράζεσαι την ίδια καρέκλα μαζί μου και όταν είχες όρεξη για αγκαλιές κανένας δεν μπορούσε να σε κάνει να κατεβείς από τα πόδια μου… Kαθόσουν κύριος γουργουρίζοντας και κάθε τόσο έσπρωχνες το χέρι μου αναζητώντας το χάδι μου. Λεξάκο μου, το τελευταίο βράδυ είχαμε φίλους, πέρασες απ’ όλους, χώθηκες με το έτσι θέλω στην αγκαλιά τους, τους νιαούρισες σαν να έλεγες τα αντίο σου… Kαι όλοι παραδεχθήκαμε πως είσαι ο πιο ξεχωριστός από όλους τους γάτους που ζούσαν στη Φάρμα. Πριν πάω για ύπνο, όπως πάντα σε πήρα αγκαλιά και όταν σε άφησα στην καρέκλα του γραφείου, μου έσκασες ένα σχεδόν ανθρώπινο φιλί στο μάγουλο. «Λεξάκο μου να προσέχεις, σε αγαπώ, θα σε δω το πρωί...». Το πρωί βγήκες για την καθημερινή μικρή σου βόλτα στην αυλή και δεν ξαναγύρισες ποτέ... έγινες και 'συ ένα από τα τόσα γατιά που βλέπουμε σκοτωμένα στην άκρη του δρόμου και που προσπερνάμε χωρίς να δίνουμε καμιά ιδιαίτερη σημασία. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που σε ώθησε να περάσεις για πρώτη φορά την καγκελόπορτα και να σταθείς στην άκρη του δρόμου... Ξέρω όμως ότι η καρέκλα του γραφείου είναι τόσο άδεια χωρίς εσένα, το ίδιο και η καρδιά μου… Λεξάκο μου γλυκέ, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ...
1 Comment
sophia stella soseilos
16/1/2017 21:07:34
Λυπάμαι πολύ. Ειλικρινά.
Reply
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|