Η γυναίκα δεν έχει το Θεό της. Είναι μια σκέτη μαφία και πόσο πολύ τη γουστάρω δεν φαντάζεστε. Και βεβαίως πολύ σωστά καταλάβατε. Ναι βρε παιδιά και πάλι αναφέρομαι στη μάνα μου αλλά δεν γίνεται αλλιώς αφού πραγματικά κάθε μέρα μαζί της είναι μια μικρούλα ξεκαρδιστική συνήθως- κάποιες φορές ίσως όχι και τόσο –περιπέτεια.
Λοιπόν ακούστε το σημερινό κατόρθωμα της και είμαι σίγουρη πως θα κυλιέστε κάτω απ’ τα γέλια όπως και γω. Φτιάχνει την κλασική φανουρόπιτα γιατί όπως σας έχω ήδη εξηγήσει εμείς τον Άη Φανούρη στο σπίτι μας τον έχουμε σε ημερήσια διάταξη. Κάθε τρεις και λίγο όλο και κάτι χάνουμε όλο και κάτι ζητάμε και τσάκω μια πιτούλα στ’ όνομα του να βάλει το χεράκι του να δούμε άσπρη μέρα. Και ο καλός μου, η αλήθεια πάντα δίπλα μας μεγάλη η Χάρη του. Πίσω στο θέμα μας όμως. Με παίρνει τηλέφωνο η μαμά . «Έλα να με πάρεις αγάπη μου. Έχω την πίτα του Φανούρη μας έτοιμη και στην εκκλησία σε λίγο γίνεται δέηση. Θέλω να προλάβω…». Εννοείται πως ως προσωπικός πια σοφέρ της σε λίγο είμαι απίκο έξω απ το σπίτι. Την βλέπω να εμφανίζεται με την πίτα αγκαλιά και να μπαίνει στο αυτοκίνητο. Μοιάζει κάπως χολοσκασμένη και με το που κάθεται, ακούω το πρώτο αχ. «Αχ ...Κοίτα την πίτα μας » μου λεει παραπονεμένα. «Αυτά τα άχρηστα αλεύρια που πας και αγοράζεις φταίνε και τα κάνουν όλα σαν τα μούτρα σου», συνεχίζει αδιαφορώντας για την έκπληξη με την οποία την κοιτώ. Μου ανοίγει επιδεικτικά το τάπερ που μέσα έχει κομμένη σε κομμάτια την περιβόητη φανουρόπιτα μας. Στη θέση της γνωστής φουσκωτής και γυαλιστερής φανουρόπιτας που φτιάχνει η χρυσοχέρα μου, αντικρίζω κάτι σκούρα καφέ κομμάτια τόσο λεπτά και κατσιασμένα που μοιάζουν σαν καμένη πίτσα δύο ημερών. « Τι είναι αυτά; Καλά ρε μάνα έφτιαξες αυτό το πράγμα και έχεις και το θράσος να το πάμε και στην εκκλησία; Ρεζίλι θα γίνουμε με τόσο κόσμο» τη ρωτώ και της εξηγώ πως ή ξέχασε να βάλει baking powder ή κάποια βλακεία έκανε πάλι με τον φούρνο. Αντιπαρέρχεται το σχόλιο μου κοιτάζοντας με απλά με το γνωστό της ύφος και μου λεει να μην ανησυχώ «κανείς δεν θα καταλάβει πως αυτή η κακομούτσουνη η πίτα είναι δική μας. Και άλλη φορά να μου αγοράζεις καλά υλικά και όχι αυτά τα φτηνιάρικα άχυρα που κουβαλάς στο σπίτι...» Φτάνουμε. Στο προαύλιο γίνεται ο χαμός. Κόσμος και ντουνιάς και ένα σωρό κυρίες καμαρωτές με τις φουσκωμένες και όμορφες πιτούλες τους, που αφού τις ευλογήσουν, θα τις μοιράσουν στο κόσμο. Μπαίνουμε και εμείς στην αυλή με την καμένη «πίτσα» μας παραμάσχαλα. Μου λεει να μπω μέσα και πως σε λιγάκι έρχεται και αυτή. Προχωρώ. Ανάβω το κεράκι μου και περιμένω. Σε λίγο τη βλέπω αγέρωχη να μπαίνει με ύφος, ούτε ο Στέλιος ο Παρλιάρος να ήταν, κρατώντας περήφανα μια φουσκωμένη ολοστρόγγυλη φανουρόπιτα σε ανοικτό ταψί. Βλέπει την απορία μου στα γουρλωμένα μάτια μου. Στέκεται δίπλα μου και χαμογελά εντελώς ψεύτικα. «Μη μιλήσεις…», με προστάζει και μου τσιμπά το χέρι. «Μια κυρία, κρίμα η καημενούλα, μάλλον θα ξέχασε τη φανουρόπιτα της στο τοιχαράκι…» Φεύγοντας μια κυρία εξιστορεί στους γύρω της πως χάθηκε η πίτα της. «Λίγο την ακούμπησα στον τοίχο και μέχρι να γυρίσω έλειπε. Μάλλον θα την πήρανε οι γάτες…»
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|