Ο θείος Τείτης. Ο Αριστείδης Κουδουνάρης. Ιστορικός, ερευνητής, αντικέρ, κοσμοπολίτης, κύριος με Κ κεφαλαίο μα πάνω απ’ όλα σπουδαίος φίλος που δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Ό όμορφος και τόσο ευγενικός θείος των παιδικών μου χρόνων. Με τους εκλεπτυσμένους τρόπους και τις άπειρες γνώσεις για τα πάντα. Ο πιο πιστός φίλος της μητέρας μου, τόσο οικείος που για μας έγινε από Αριστείδης, ο θείος Τείτης. Ντυμένος πάντοτε κομψά ερχόταν τα απογεύματα της Κυριακής για high tea ακόμη και την δύσκολη εκείνη εποχή που κανείς άλλος δεν επισκεπτόταν πια το σπίτι μας.
Με τα ολόσωστα και παράξενα για μας, όσο είμαστε παιδιά ελληνικά του, μας μιλούσε πάντοτε σαν να είμαστε ενήλικες και από αυτόν μαθαίναμε τόσα πολλά. Για τα ταξίδια του, για τα βιβλία του, για τα έργα τέχνης, για τις αντίκες του, για την όμορφη του Λεμεσό που πάντα κουβαλούσε στη ψυχή του. Το χιούμορ του έξυπνο, διαφορετικό, κάποτε καυστικό αλλά πάντοτε to the point. Σαν μου έλεγε «Ω χρυσή μου ανεκδιήγητη μικρά, τι ασυναρτησίες λες και πάλι;», κυλιόμουν κάτω από τα γέλια και τον αγκάλιαζα με αγάπη. Ένα απόγευμα ο θείος Τείτης έρχεται στην αγαπημένη του Σαμψωνία, όπως αποκαλούσε με αγάπη την μητέρα μου, για την συνηθισμένη του επίσκεψη. Φορά ένα υπέροχο σουέηντ καμηλό παλτό και γάντια ασορτί. Προθυμοποιούμαι να τους φτιάξω εγώ το τσάι. Ανοίγω την τσαγιέρα και πριν βάλω μέσα τα φύλλα τσαγιού και το καυτό νερό, δεν ξέρω ποιος σατανάς μπαίνει μέσα μου και με σπρώχνει να κάνω μια τόσο μεγάλη βλακεία με τη σύμφωνη βέβαια γνώμη του συνεργού αδελφού μου. Παίρνω τα γάντια του καλού μου θείου Τείτη, τα σπρώχνω με δυσκολία στο κάτω μέρος της τσαγιέρας, από πάνω ρίχνω τα φύλλα και το νερό που αχνίζει και τους σερβίρω. Ο αδελφός μου και ΄γω ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια όταν ο θείος Τείτης λέει στη μητέρα μου πως το τσάι που πίνουν είναι υπέροχο αγνοώντας ο δόλιος πως στον πάτο της τσαγιέρας βρίσκονται ζαρωμένα τα υπέροχα δερμάτινα γάντια του. Και πως το μαγικό άρωμα του τσαγιού μάλλον έχει λιγάκι χρωματιστεί από αυτά. Την ώρα που σηκώνεται να φύγει ψάχνουν με τη μητέρα μου παντού για τα γάντια του. Ψάχνουμε και εμείς μαζί τους και ξαφνικά τους λέω πως μια φωνή μέσα μου, μου ζητά να ανοίξουμε την τσαγιέρα. Στο θέαμα των «μαραζωμένων» πλέον γαντιών και πριν φάω το πρώτο ξανάστροφο μου χαστούκι από την Σαμψωνία , γιατί ακολούθησαν εκείνο το απόγευμα και άλλα, ο θείος Τείτης μου λέει με το γνωστό του ύφος, «ω μικρά μου, μα η σαχλαμάρα σου χρυσή μου δεν έχει όρια...» Δεν μας κράτησε ποτέ κακία για τα γάντια που πνίγηκαν στο τσάι, όπως και δεν θύμωσε μαζί μας όταν μια μέρα που τον παίρναμε στο σπίτι με τη μητέρα μου σπάσαμε τρία μικρά βοθράκια κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού όπου καθόταν. «Ω Σαμψωνία μου, συμφορά. Πρέπει να έχουν πλημμυρίσει οι οχετοί της πρωτευούσης», λέει ο θείος Τείτης στην έξαλλη μητέρα μου που έχει καταλάβει ποιος ευθύνεται για τις οσμές και τις αναθυμιάσεις που πνίγουν το αυτοκίνητο μας ενώ στο πίσω κάθισμα ο αδελφός μου και ΄γω χτυπιόμαστε και κλαίμε από τα γέλια. Πριν από λίγες ημέρες ο θείος Τείτης με πήρε τηλέφωνο γιατί προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την Σαμψωνία του. «Ω χρυσή μου μα είναι αδύνατη η οποιαδήποτε επικοινωνία με αυτή τη γυναίκα μέσω τηλεφώνου. Και θέλω να την προσκαλέσω για να συμφάγωμεν...» Θείε Τείτη μου δεν προλάβατε να συμφάγετε αυτή τη φορά με τη Σαμψωνία σου. Έφυγες ήσυχα και αθόρυβα δύο μέρες πριν αλλάξει ο χρόνος. Καλό σου ταξίδι Θείε Τείτη. Η παρουσία σου στα παιδικά μου χρόνια ευλογία. Η φιλία σου για τη μητέρα μου αναντικατάστατη. Σ΄ αγαπάμε πάντα...
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|