ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Ωραία η παραλία χωρίς πολύ κόσμο, καλή η διάθεση μας, και η φίλη μου και ‘γω απλώνουμε τις πετσέτες μας στην άμμο και πριν την πρώτη βουτιά θαυμάζουμε την ομορφιά του τοπίου και σχολιάζουμε την ησυχία και την ήρεμη ατμόσφαιρα που επικρατεί. Τέλεια! Προβλέπεται ότι θα περάσουμε ήρεμα και χαλαρά και πραγματικά το χρειαζόμαστε και οι δύο μια και για ακόμη μια χρονιά διακοπές γιοκ και αυτή είναι και η μοναδική μας εξόρμηση, έτσι για να αλλάξουμε λιγάκι παραστάσεις. Δίπλα μας δύο κουβαδάκια με νερό και άμμο μέσα στα οποία επιπλέουν ή μάλλον προσπαθούν να επιπλεύσουν κάτι μικρούλικα δυστυχισμένα και πολύ άτυχα, τελικά, ψαράκια.
Στα βραχάκια μια κυρία με ένα κοριτσάκι γονατιστές ψάχνουν κάτι και σε λίγο ανακαλύπτουμε πως είναι σε αναζήτηση κι άλλων ψαριών τα οποία μαζεύουν με μια πλαστική μπουκάλα νερού που έχουν μετατρέψει σε αυτοσχέδια παγίδα. Σε λίγο, εκστασιασμένο το κοριτσάκι τρέχει προς το μέρος μας με την πλαστική μπουκάλα ανά χείρας και αφήνει στα κουβαδάκια που σας έλεγα ακόμη 2-3 ψαράκια και από πάνω ρίχνει και μπόλικη άμμο για να τα σκεπάσει να μην φύγουν όπως μας εξηγεί. «Τι θα τα κάνεις;», τη ρωτάμε ενώ μας πλησιάζει και η μητέρα-ψαράς και μας κοιτάει, η αλήθεια είναι, με ελαφρώς ξινισμένο ύφος και έτοιμη για καυγά. «Τίποτα δεν θα τα κάνουμε, θα τα αφήσουμε εκεί μέσα.», απαντά η μητέρα, και όταν τολμώ να πω πως τα καημένα είναι κρίμα και πως σύντομα θα πεθάνουν μας ρίχνει το πιο απαξιωτικό βλέμμα που μπορείτε να φανταστείτε, και μας γυρίζει την πλάτη. Το σχολιάζουμε λίγο με τη φίλη μου και μπαίνουμε στη θάλασσα ξεχνώντας τα δόλια ζωντανά που σε λίγο, και με μαθηματική ακρίβεια, θα πάψουν να λέγονται έτσι. Βγαίνουμε. Το κοριτσάκι είναι ενθουσιασμένο και χοροπηδώντας μας ανακοινώνει πως «τα ψαράκια πεθαίνουν» και για να τα αποτελειώσει ρίχνει και άλλη άμμο από πάνω, ενώ η μανούλα της χαμογελά για την τεράστια αυτή επιτυχία τους. Πάω κοντά και όντως διαπιστώνω και ‘γω πως τα ψαράκια έχουν αποχαιρετήσει τα εγκόσμια και με τη φίλη μου εκφράζουμε λιγάκι έντονα, είναι η αλήθεια, την στεναχώρια μας και την απορία μας για την τόσο μεγάλη χαρά του πεντάχρονου γιατί «ναι, τι ωραία πεθαίνουν!». Βλέπω ένα ψαράκι που λίγο ακόμη σαλεύει και, αυθόρμητα και αγνοώντας τις κραυγές της μικρής δολοφόνου και της συνεργού της, αρπάζω τον κουβά από τα χέρια τους, πιάνω το ημιλιπόθυμο ψαράκι και με μια γρήγορη κίνηση το πετάω πίσω στη θάλασσα μπας και προλάβει και σωθεί. Το βρωμοκόριτσο κλαίει και σπαράζει, η μάνα μάς βρίζει και εμφανίζεται ο άνδρας ο πολλά βαρύς - ο πατέρας - με τσιγαράκι στο στόμα και ύφος κουραδόμαγκα και μας ζητά τα ρέστα. «Μα είναι κρίμα, αφού δεν θα τα τρώγατε τόσο μικρούλια, γιατί να τα αφήσετε να πεθάνουν;», ρωτάμε με ομολογουμένως αρκετή ευγένεια παρόλο που είμαστε ήδη εκνευρισμένες και το δικό μου μάτι έχει γυαλίσει επικινδύνως. «Έτσι θέλουμε, εν ψαρούθκια κόρη μου, ας πεθάνουν αφού αρέσκει του μωρού» και συνεχίζει «ψαρούθκια πολλά…» Ναι «κύριος» και μ***κες σαν εσένα ακόμη περισσότεροι, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να σας βάλουμε σε ένα κουβά και να σας αφήσουμε εκεί μέσα μέχρι να σκάσετε παρέα με τη σύζυγο και το μούλικο σας το βλαμμένο που ακόμη τσιρίζει πως είμαστε «πελλές»!
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|