ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Και μου το ‘πε ο κολλητός μου ο Μάριος, που είναι μανούλα σε αυτά, «Κούκλα, η πανσέληνος είναι πάνω σου, μην κυκλοφορήσεις αύριο, θα σου πάνε όλα χάλια, πρόσεχε γλυκό μου.» Έλα που δεν πρόσεχα όμως, ή μάλλον και να πρόσεχα τόσο ανάδρομοι που ήταν οι πλανήτες μόνο αν έμενα κρυμμένη σε ‘κανά κρησφύγετο μέχρι να αλλάξει το φεγγάρι θα γλύτωνα. Τόση γκαντεμιά απ’ το πρωί πραγματικά δεν έχει ξαναυπάρξει! Κάνω το σταυρό μου και ξεκινάω για τη δουλειά. Άργησα, ως συνήθως, και τρέχω. Στα δύο λεπτά, όχι παραπάνω, εμφανίζεται από το πουθενά μπροστά μου ο κύριος μπάτσος, ντυμένος σαν κοράκι και μου κουνά το χέρι, σίγουρα όχι από ενθουσιασμό επειδή με είδε. Σταματώ και όταν πλησιάζει το παράθυρο τον κοιτάω με ύφος ηλίθιας και τον ρωτώ - με προσποιητή, γλυκιά τάχα μου φωνή - αν έτρεχα. Του χαμογελώ αλλά δεν βρίσκω ούτε ανταπόκριση ούτε καμιά διάθεση κατανόησης του θέματος μου και, μεταξύ μας, καλά κάνει ο άνθρωπος και με αγνοεί.
Για να μην τα πολυλογώ, ναι λοιπόν έτρεχα κάτι λίγα χιλιόμετρα πάνω από το όριο και έτσι πήρα την κλήση μου πρωί-πρωί, ωραία-ωραία, είπα ευχαριστώ και συνέχισα για το γραφείο. Κάνω στάση στην τράπεζα. Έχω επιταγές που πρέπει να πληρωθούν, όπως με ενημέρωσε ο καλός μου τραπεζίτης, που όπως κάθε πρωί 8 ακριβώς με παίρνει τηλέφωνο για να μου πει τα μαύρα μαντάτα «των μη επαρκών καταθέσεων για την πληρωμή επιταγών σας». Και κάθε πρωί εδώ και χρόνια το ίδιο τροπάριο. Κάνω την ξαφνιασμένη - λες και δεν ξέρω το μαύρο μου το χάλι και περιμένω τον κύριο να μου το πει - και αρχίζω τα μαγικά μπας και καταφέρω να πληρώσω. Τέλος πάντων αυτό είναι άλλο θέμα που δεν θα το αναλύσω τώρα. Όπως έλεγα λοιπόν, σταματώ στην τράπεζα, κατεβαίνω, κλειδώνω το αυτοκίνητο και μπαίνω μέσα. Πληρώνω με χίλια βάσανα αυτά που μπορώ και βγαίνω. Βάζω το κλειδί στην πόρτα. Δεν γυρνά. Το βγάζω. Το ξαναβάζω. Δεν γυρνά. Ένα τέταρτο μετά και αφού όσοι πέρασαν από ‘κει σταμάτησαν να βοηθήσουν, η κοινή διαπίστωση είναι μία. Η πόρτα και όλο το αυτοκίνητο μαζί με αυτήν, παραμένουν ερμητικά κλειδωμένα και εγώ λιώνοντας στους 40 και βάλε βαθμούς της Σαχάρας που ζούμε, αρχίζω να θυμάμαι τα λόγια του Μάριου. Τηλεφωνώ. Οκ, μπλόκαρε βρε παιδί μου το σύστημα, μικρό το κακό θα ’ρθει ο ειδικός σε λίγο. Δεν μπορώ όμως να περιμένω γιατί έχω αργήσει πολύ και ήδη τα νεύρα μου χορεύουν ένα μικρό καρσιλαμά, που δεν θέλω με τίποτα να γίνει τσιφτετέλι γιατί μετά το θέμα - καθώς και το θέαμα μου - δεν μαζεύεται. Αποφασίζω να περπατήσω ως το γραφείο. Ωραία, με τον πρωινό περίπατο μέσα στη σάουνα μπορεί να μου φύγουν και τα νεύρα, σκέφτομαι. Με γοργά βήματα, υπολογίζω πως σε κανά δεκάλεπτο θα φτάσω. Γοργά και σταθερά βήματα που ξαφνικά σταματούν γιατί η σαγιονάρα-πλατφόρμα που φορώ παίρνει μια περίεργη κλίση και το πλαστικό που διαχωρίζει τα όμορφα δακτυλάκια του δεξιού ποδιού μου αποφασίζει να κοπεί. Εντελώς όμως. Έχετε ακουστά τη ταινία το «Μετέωρο βήμα του πελαργού»; Στην περίπτωση μου, του μονοσάνδαλου κουτσού πελαργού που διέσχισε ένα πρωί μια λεωφόρο της Σαχάρας σε κατάσταση ημιπαραφροσύνης… Αχ ρε Μάριε μου, δεν σ’ άκουσα…
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|