ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Κάθε απόγευμα την ίδια ώρα περνά έξω από το σπίτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που πιασμένοι πάντα χέρι- χέρι κάνουν τη βόλτα τους, ενώ τους ακολουθεί χωρίς λουρί ένα μαλλιαρό σκυλί αγνώστου ράτσας και προελεύσεως. Ο κυριούλης, κοντούλης και στρουμπουλός με κασκετάκι και αθλητικά και η γλυκιά συνοδοιπόρος της βόλτας, αλλά και της ζωής του ολόκληρης, ζουμπουρλού και αφρατούλα, στα μάτια μου μοιάζουν το πιο ταιριαστό ζευγάρι που υπάρχει. Στην αρχή όταν τύχαινε να τους συναντήσω απλά τους παρατηρούσα χωρίς να τους μιλώ, νοιώθοντας τόσο συγκινημένη για αυτή την ασυνήθιστα τρυφερή και γλυκιά εικόνα που αντίκριζα, και με το μυαλό μου προσπαθούσα να πλάσω την ιστορία τους και να φανταστώ όλα εκείνα που τόσα χρόνια τους ενώνουν και κατάφεραν τελικά να τους κρατήσουν μαζί.
Στην πορεία αρχίσαμε να λέμε καλησπέρα και μια μέρα κοντοστάθηκαν και ρώτησαν το όνομα μου. Μιλήσαμε, γνώρισα και τον Μάξι , το σκυλί τους - που το αποκαλούν το μωράκι τους - και σιγά-σιγά το πιασμένο χέρι -χέρι ζευγαράκι των παππούδων έγιναν οι νέοι φίλοι μου στη γειτονιά και αυτοί που με τον τρόπο τους μου ξαναθύμισαν ότι τελικά μπορεί να υπάρχει - κόντρα σε όλα όσα συμβαίνουν κατά καιρούς και που μπορούν να τινάξουν τη σχέση στον αέρα - αυτό που λέμε αληθινή αγάπη. Κάποια στιγμή η κυρία με κάλεσε για καφέ - το ότι λέει και καταπληκτικό φλιτζάνι είναι ένα χάρισμα της που το έμαθα σε αυτή την επίσκεψη - και πραγματικά πήγα με πολύ κέφι, γιατί τους γουστάρω πολύ. Ειδικά τη γιαγιά - που είναι και πλακατζού και ξύπνια, και σίγουρα αυτή που κράτησε τη σχέση τόσα χρόνια - την αγαπώ πολύ. Μένουν στο συνοικισμό απέναντι από το σπίτι μου εδώ και σαράντα τόσα χρόνια, σε ένα μικροσκοπικό παλιό ισόγειο διαμέρισμα γεμάτο φωτογραφίες από παιδιά και εγγόνια, πλαστικά τριαντάφυλλα και το κρεβατάκι του Μάξι σε περίοπτη θέση. Με κέρασαν γλυκό κεράσι και η γιαγιά μού γύρισε και το φλιτζάνι επιβεβαιώνοντας με τα λεγόμενα της τα χίλια κακά της μοίρας μου. «Αχ κόρη μου σαλάτα τα ‘χεις κάνει», μου λέει και συνεχίζει «Αν η γυναίκα δεν κάνει και λίγο τη χαζή χαΐρι δεν γίνεται..» Έκατσα σε μια πολυθρόνα κεντητή και οι δύο τους κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στον καναπέ με το σεμεδάκι ακριβώς απέναντι μου. Ο κύριος της άγγιζε συνεχώς το πόδι και αυτή κάποια στιγμή σκούπισε με το μαντηλάκι της το στόμα του από το σιρόπι του γλυκού. Η αγάπη τους και η μεταξύ τους οικειότητα μπήκε κατευθείαν και μου τρύπησε την καρδιά και σκέφτηκα πόσο διαφορετικά κάνουμε τα πράγματα εμείς στις σχέσεις μας. Μου είπαν πως είναι μαζί περισσότερο από μισό αιώνα και πως τα παιδιά τους ζουν εδώ και χρόνια στον Καναδά. Ο παππούλης δούλευε υδραυλικός και η γιαγιούλα έραβε. «Με το βελόνι και την τέχνη μου σπούδασα τρία παιδιά εγώ να ξέρεις», μου λέει με καμάρι και μου δείχνουν φωτογραφίες από την αποφοί τηση της εγγονής τους στο Μοντρεάλ. Όταν βγαίνει για λίγο ο παππούλης τολμώ και ρωτώ τη γιαγιά: «Καλός ο παππούς, φρόνιμος;» Χαμογελά πονηρά και μου κλείνει το μάτι. «Ω και νόμιζα είσαι έξυπνη κοπέλα. Φρόνιμος; Μα έχει άντρα και φρόνιμο χρυσή μου; Ήταν όμως όμορ- φος πολύ και δεν τον άφηναν σε ησυχία οι γυναίκες. Εμένα όμως με είχε βασίλισσα και έτσι έκανα και ‘γω πως δεν καταλαβαίνω. Έκανα και τα κόλπα μου, πασά τον είχα, όπου και να πήγαινε ξαναγύριζε σε μένα. Και τώρα όλες αυτές οι προκομμένες που είναι;», μου λέει και ξεκαρδίζεται…
2 Comments
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
25/6/2017 16:10:19
ΚΑΛΗ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΟΥ ΜΙΝΑ , ΕΥΓΕ .
Reply
Mina Sampson
25/6/2017 21:36:29
Ευχαριστώ πολύ
Reply
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|