Πρωί χάραμα και το ξυπνητήρι κτυπάει στους επικούς ρυθμούς του Γκόραν Μπρέκοβιτς που με ξυπνούν την ίδια ώρα κάθε πρωί. Με τη μία πετάγομαι και όπως συνηθίζω, με τη τσίμπλα στο μάτι, μέσα στο μισοσκόταδο προχωρώ προς το μπάνιο. Ποτέ δεν ανάβω τα μεγάλα φώτα σε αυτή τη φάση της μέρας γιατί ακόμη βρίσκομαι σε κατάσταση αποσύνθεσης και το φως δεν το πολυαντέχω. Ανοίγω το νερό και μπαίνω κατευθείαν στο ντους. Ανυποψίαστη και με το πνεύμα ακόμη σε βαθύ λήθαργο κλείνω τη γυάλινη πόρτα πίσω μου και αφήνω, όπως κάθε πρωί, το νερό να με επαναφέρει σιγά -σιγά στους κανονικούς ρυθμούς μου. Έλα όμως που σήμερα η μέρα μου θα ξεκινήσει αλλιώς και η δόλια κυριολεκτικά ούτε που φαντάζομαι τι μου ξημερώνει εντός ολίγου. Αρχίζω λοιπόν να παίρνω μπρος, το νεράκι του Θεού με συνεφέρνει και όταν έχω πάρει πια τα πάνω μου ξεκινώ τις συνηθισμένες μου άριες και τις παραφωνίες, το τραγούδι στο μπάνιο, συνήθεια που από μικρή δεν εγκαταλείπω.
Κάνω ένα μικρό βήμα προς τη γωνιά της μικρής και θεόστενης, και όταν λέμε θεόστενη εννοούμε μισό επί μισό, ντουσιέρας μου για να πιάσω το σαμπουάν. Όπως αρχίζω λοιπόν να λούζω το μαλλί, το πόδι μου ξαφνικά σαν να ακουμπά σε κάτι περίεργο. Σε κάτι μαλακό και χνουδωτό νομίζω. Α, το σφουγγαράκι μου θα είναι , σκέφτομαι η τρελή, και μάλλον θα έπεσε απ’ το ράφι. Σκύβω να το πιάσω. Μα γιατί κινείται βρε παιδί μου το σφουγγάρι ; Και τι είναι αυτός ο ήχος; Aυτές είναι και οι τελευταίες σκέψεις μου πριν ξεκινήσει η ταινία τρόμου στην οποία πρόκειται εντός δευτερολέπτων να πρωταγωνιστήσω και που ειλικρινά ακόμη και αυτή τη στιγμή διερωτώμαι πως και δεν τα κακάρωσα εκεί μέσα να ησυχάσουμε όλοι μια και καλή. Λοιπόν τι να πρωτοπώ και πως να το περιγράψω; Ξαφνικά κάτι γρατζουνάει και δαγκώνει με δύναμη αρχικά το χέρι μου και στη συνέχεια ολόκληρη, δέχομαι δαγκώματα παντού. Ένα μαύρο, τεράστιο αλλά όμως κυριολεκτικά τεράστιο κουβάρι, πετιέται από το πουθενά και αρχίζει να κοπανιέται με δύναμη μια στα πλακάκια και μια στη πόρτα ουρλιάζοντας. Μαζί του ουρλιάζω και γω όπως πολύ σωστά φαντάζεστε, τόσο δυνατά όσο δεν έχω ξαναουρλιάξει στη ζωή μου ολόκληρη. Δεν ξέρω τι μου γίνεται, πονάω παντού, τα μάτια μου τσούζουν από τις σαπουνάδες που τρέχουν από τα μαλλιά μου, δεν μπορώ να σκεφτώ, είμαι σίγουρη πως εδώ κάποιος από ψηλά θα γράψει ΤΕΛΟΣ και έχετε γεια βρυσούλες! Το μαύρο μαλλιαρό κουβάρι συνεχίζει την επίθεση. Σ’ αυτή τη κατάσταση αμόκ που βρίσκομαι, με ότι μπορώ να διακρίνω με το λίγο φως και το σαμπουάν στα μάτια, τις άπειρες γραντζουνιές και τα δαγκώματα, μοιάζει σαν ένας ιπτάμενος δαιμονισμένος Μαύρος Πιτ. Τον χτυπάω με τα χέρια αλλά δεν τον πετυχαίνω ποτέ και όταν σε κάποια στιγμή επιβάλλομαι του εαυτού μου, αλλά και της απόλυτης υστερίας μου, καταφέρνω να ανοίξω τη πόρτα του ντους και τρέχω να σωθώ… Μπαίνω στο δωμάτιο μου βγάζοντας άναρθρες κραυγές και πηδάω πάνω στο κρεβάτι κλαίγοντας και ζητώντας βοήθεια. Κανείς δεν με ακούει , οι υπόλοιποι του σπιτιού κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου όσο δε για τα σκυλιά αν αυτά είναι φύλακες άλλο τόσο είμαι και γω αγγελάκι της Victoria Secret. Το αγνώστου ταυτότητος αντικείμενο με ακολουθεί στο δωμάτιο και αρχίζει να τρέχει από τοίχο σε τοίχο, χτυπάει με δύναμη πάνω στο κλειστό παράθυρο, ξαναπέφτει πίσω και ξαναπροσπαθεί. Συνεχόμενα και με μανία. Ο πιο χοντρός μαύρος και άραχνος, υπερφυσικού μεγέθους γάτος του κόσμου, ο μαυρόκαττος κατά τη κυπριακή που εδώ και λίγες μέρες εμφανίστηκε στην αυλή και θέλει να κουτουπώσει τη Γκριζούλα μας και γω όλο τον διώχνω αποφάσισε να πάρει με αυτό τον τρόπο την εκδίκηση του… Τρύπωσε από βραδύς στο μπάνιο και μου ’στησε καρτέρι....
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|