ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Το αυτοκίνητο σου είναι εδώ και μήνες ακινητοποιημένο στο συνεργείο. Έχουν χαλάσει σχεδόν όλα και τα χρήματα που χρειάζονται για να φτιαχτεί είναι ίσως περισσότερα και από την ίδια την αξία του, αλλά επειδή είσαι και λίγο συναισθηματικά δεμένη μαζί του - τι ηλίθια δικαιολογία!-, κυρίως δεν έχεις τα μέσα για να πάρεις ένα αξιοπρεπές καινούργιο αυτοκίνητο και έτσι κάνοντας οικονομία, και αφού για μήνες κυκλοφορείς με δανεικά, με ταξί και ενίοτε με τα πόδια, καταφέρνεις να μαζέψεις το απαραίτητο ποσό για να το φτιάξεις. Ως εδώ μια χαρά! Φθάνεις με ταξί στο συνεργείο, νοιώθεις έως και συγκίνηση αντικρίζοντας το - σκονισμένο και με αράχνες στους τροχούς - να σε περιμένει να ξαναξεκινήσετε τις βόλτες παρέα. Πληρώνεις κυρία τον κύριο, απολογείσαι και για την καθυστέρηση και κάθεσαι ολόχαρη στο τιμόνι του που τόσο πολύ σου έλειψε. Γυρνάς το κλειδί και ναι το αυτοκινητάκι σου το καλό, εκεί μέσα στο γκαράζ του συνεργείου, ξεκινά ωραία-ωραία χωρίς κανένα πρόβλημα - έτσι νομίζεις η χαζή - και εσύ, πεπεισμένη πως όλα είναι καλά, βάζεις και το αγαπημένο cd του Ρέμου να παίζει και ξεκινάς για το δρόμο της μεγαλύτερης ταλαιπωρίας που έχεις υποστεί τους τελευταίους μήνες εντελώς ανυποψίαστη… η τρελή!
Σταθμός στο πάρκινγκ κοντά στο γραφείο. Όλα καλά. Με ύφος σοφερίνας ενός ακριβού γερμανικού αυτοκινήτου - και όχι της σαραβάλας που εδώ και μήνες οδηγείς - λες στον υπεύθυνο πως «θα το αφήσω μπροστά από κάποιο άλλο αυτοκίνητο μια και δεν υπάρχει θέση, με τα κλειδιά πάνω και δεν υπάρχει πρόβλημα, μόλις θέλετε, το μετακινείτε καλέ μου κύριε», και με άλλο αέρα ανεβαίνεις στη δουλειά σου. Δεν προλαβαίνεις να ανοίξεις το κομπιούτερ και κτυπά το κινητό. Μια θυμωμένη και σε απόγνωση φωνή σου λέει «Έλα μάνα μου κάτω γλήορα.. Είμαι ο κύριος του πάρκινγκ, πρέπει να φύγει ο άλλος και το αυτοκίνητο σου δεν ξεκινά». Και εκεί παρά τον κλιματισμό που δουλεύει στο full, νοιώθεις ξαφνικά να καίγεται το κεφάλι σου, γιατί από ένστικτο ξέρεις τι σε περιμένει. Τρέχεις στο πάρκινγκ, ενώ μέσα σου παρακαλείς ήδη τον Άη Φανούρη να σε βοηθήσει για ακόμη μια φορά γιατί έχει και 45 βαθμούς, και γιατί από μακριά καταλαβαίνεις τις διαθέσεις τόσο του παρκαδόρου όσο και του χριστιανού που βιάζεται να πάρει το αυτοκίνητο του - που εννοείται έχεις κλείσει - και να πάει στην ευχή της Παναγίτσας. «Άστε με να δοκιμάσω εγώ», λες με φωνή που προσπαθείς να κρύψεις πως τρέμει, «Δεν μπορεί… μόλις το πήρα από το συνεργείο». Και για να γίνεις ακόμη πιο πιστευτή δεν παραλείπεις να τονίσεις πόσα πολλά πλήρωσες, μπας και σε λυπηθούν, γιατί έχει ξεκινήσει και ο κανονικός εξάψαλμος. Κάθεσαι στο τιμόνι με μια δήθεν σιγουριά. Γυρνάς το κλειδί αρχικά ήρεμα και στη συνέχεια συνεχόμενα και με εντελώς σπαστικό τρόπο. Τίποτα, nada, nothing, rien de tous… πως το λένε βρε παιδί μου, dead! Ξανά και ξανά και ξανά αλλά η μηχανή παραμένει ασυγκίνητη στο δράμα που πρόκειται να ζήσεις και σε συνδυασμό με τα άγρια βλέμματα των άλλων αρχίζεις και χάνεις σιγά-σιγά την ψυχραιμία σου. «Να το σπρώξουμε λίγο;», ρωτάς η δόλια, για να σου πουν πως «δεν ταράσσει κόρη μου, λες να μην το δοκιμάσαμε εμείς;», αλλά επιμένεις. Στην επόμενη φάση βρίσκεσαι να σπρώχνεις εσύ με το δωδεκάποντο και τον παρκαδόρο που πια σε βρίζει κανονικά. Ο άλλος ο κύριος «έχει τη μέση του» και έτσι κάθεται πασάς στο τιμόνι. Το αμαξάκι δεν κουνιέται. Βράχος! Εντελώς μα εντελώς ατάραχο! Και εσύ ένα ράκος με μορφή panda bear, αφού η τάχα μου αδιάβροχη μάσκαρα, παρέα με το αϊλάινερ έχουν πια σχηματίσει κανονικές μαύρες βούλες γύρω από τα μάτια σου τα λάγνα. Τηλεφωνάς στον μηχανικό, με όση ψυχραιμία σου έχει απομείνει, και προσπαθώντας να μη ρίξεις μπινελίκι ολκής, του λες τα καθέκαστα για να σου πει με απάθεια και με την άνεση που του επιτρέπουν οι τόσοι μήνες που σε περίμενε για να το φτιάξει «έτσι όπως τα λες θα κόλλησε το στάρτερ!» Μπαρδόν ποιο;! «Δεν είναι δουλειά δική μου, να πάρεις ηλεκτρολόγο, αλλά που ‘σαι κοπελιά, αν βρεις κανά μακρύ ξύλο άνοιξε το καπό και κτύπα το με αυτό, μπορεί και να φτιάξει…» Εκεί στη διπλανή χωράφα ψάχνοντας για το μακρύ ξύλο, μην πω τίποτα άλλο και δεν κάνει, υπό την άρνηση του αυτοκινήτου σου να πάρει μπρος, την ηχητική «πανδαισία» των ανδρών που σε βρίζουν, της αγανάκτησης από την τόσο «επαγγελματική» ανταπόκριση του μηχανικού, αλλά και της μαραμένης βλεφαρίδας σου, που από κάγκελο τώρα πια βρίσκεται στα τελευταία της, σκύβεις το κεφάλι, κάθεσαι σε μια γωνίτσα και σβήνεις λίγο-λίγο…
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|