Το τέλος μου εγώ το υποψιάζομαι. Κάποια στιγμή θα καταλήξω σαν τον μπάρμπα Μπρίλιο που μια μέρα με δίχως ήλιο τον έφαγε ο γάλος ο πολύ μεγάλος και ησυχάσαμε. Μόνο που στην περίπτωση μου θα με αποτελειώσουν τα σκυλιά μου - δεκατρία στον αριθμό - που και πολύ μεγάλα είναι και πολύ δυνατά και δεν με βλέπω να την βγάζω καθαρή. Περιπέτεια 1 Αποφασίζω μέσα στα άγρια μεσάνυκτα πως είναι πολύ καλή ιδέα να βγάλω μια βολτίτσα την κα. Σίμπα, ένα καλοκάγαθο μεν, θηρίο δε, θηλυκό Αγίου Βερνάρδου που ζυγίζει αισίως 72 κιλά! Όλα μέχρι εδώ μια χαρά και δύο τρομάρες. Παίρνω την χαζή απόφαση να περάσω το λουρί της γύρω από τη μέση μου για να έχω ελεύθερα τα χέρια μου - τραγικό το λάθος - και ξεκινάμε για τη βραδινή μας εξόρμηση. Όλα οκ, η Σίμπα δίπλα μου κυρία περπατά αργά και νωχελικά, όπως συνηθίζουν τα σκυλιά της ράτσας της όταν βαριούνται, και εγώ ανάβω το τσιγαράκι μου και απολαμβάνω τη γαλήνη και την ησυχία της καλοκαιρινής βραδιάς.
Παιδιά δεν πολυκατάλαβα τι και πως έγινε, ούτε είδα το βλαμμένο το γατί που πετάχτηκε μπροστά μας και μάλλον τρέλανε την συνοδοιπόρο μου, ξέρω όμως πως το επόμενο δευτερόλεπτο βρέθηκα να σέρνομαι σαν έλκηθρο όχι πάνω σε χιόνι που τουλάχιστον θα πόναγε λιγότερο, αλλά πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει κάτι μάταιες διαταγές πάντα εις την αγγλική τύπου «Simba stop» και «Simba noooo» και μετά - και λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου - άκουσα τον κρότο του κεφαλιού μου που έσκασε με δύναμη σε ένα τσιμεντένιο τοιχαράκι που σήμανε και το τέλος της τρελής αυτής διαδρομής μου. Αποτέλεσμα - αφού ευτυχώς δεν εγκατέλειψα ακόμη τον μάταιο τούτο κόσμο, όπως μου είπε ο γιατρός που μου έραβε τον κρόταφο ότι εύκολα θα μπορούσα να είχα κάνει - ένα πρόσωπο που στο μισό του είναι λες και έχει φάει το ξύλο της μαύρης αρκούδας και ένα σώμα από πάνω μέχρι κάτω σε απόχρωση μελιτζάνας ψητής στα κάρβουνα. Περιπέτεια 2 Είμαι στο ντους. Ακούω τη μητέρα μου να ουρλιάζει πως τα δύο λυκόσκυλα μαλώνουν και πως θα σκοτωθούν. Βγαίνω σαν τρελή με σαπουνάδες και σαμπουάν στα μαλλιά, τυλίγομαι μια πετσέτα και ξυπόλητη τρέχω στην αυλή να σταματήσω το σκυλοκαυγά . Πρώτο πάθημα γλιστράω στα πλακάκια της βεράντας, αλλά απτόητη σηκώνομαι και συνεχίζω. Φτάνω στα σκυλιά που στο μεταξύ έχουν γίνει ένα κουβάρι που αλληλοδαγκώνεται και ενώ ξέρω πως κάνω λάθος μπαίνω στη μέση και προσπαθώ να τα χωρίσω τρώγοντας 2-3 γερές δαγκωνιές. Η μητέρα μου συνεχίζει να ουρλιάζει και στην προσπάθεια της να βοηθήσει εμφανίζεται με σκουπόξυλο και αρχίζει να κτυπά όπου βρει. Και συγκεκριμένα βρίσκει μόνο εμένα και τρώω τόσες όσες ξυλιές δεν έφαγα ποτέ μου. Τώρα ισχυρίζεται πως δεν το ήθελε, αλλά μεταξύ μας δεν την πολυπιστεύω! Σε αυτή την κωμικοτραγική κατάσταση μας βρίσκει ο κηπουρός που ακούγοντας τις απεγνωσμένες κραυγές μας τρέχει με τη τσάπα να βοηθήσει με την εξής σημαντικότατη λεπτομέρεια που παρέλειψα να αναφέρω... η πετσέτα έχει φύγει προ πολλού και εγώ και δαρμένη και δαγκωμένη και ολοτσίτσιδη προσπαθώ να εξαφανιστώ από το σκηνικό και να κρύψω το ολοκληρωτικό ρεζίλεμα μου έρποντας στο χώμα σαν γερασμένο φίδι…
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|