ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Στο σπίτι έχουν αρχίσει σιγά -σιγά οι ετοιμασίες για το παραδοσιακό τραπέζι των Χριστουγέννων με τις μαγειρικές ικανότητες της μητέρας μου να δίνουν ως συνήθως ρέστα αλλά και τον πανικό και την τρέλα της να αγγίζουν επικινδύνως το κόκκινο. Και εμείς οι υπόλοιποι που ζούμε στο ίδιο σπίτι, να κυκλοφορούμε με υπογλώσσια και τσάι βαλεριάνας για να μη πάθουμε κανά εγκεφαλικό και τρέχουμε μέρες που είναι.
Η καλή μου η μανούλα είναι από αυτές τις τύπισσες τις εκνευριστικές-τις πολύ εκνευριστικές!- που ενώ γνωρίζουν ότι είναι καταπληκτικές οικοδέσποινες και μαγείρισσες εφάμιλλες του Γκόρντον Ράμσει, έχουν πάντα μια τρομερή ανασφάλεια και άγχος για το αποτέλεσμα των σπεσιαλιτέ τους, ειδικά όταν περιμένουν κόσμο στο σπίτι για φαγητό. Εκεί λοιπόν είναι το φόρτε τους!! Το μαρτύριο ξεκινά τουλάχιστον δύο ημέρες πριν και σας μιλώ ειλικρινά βγάζω το καπέλο σε όποιον καταφέρνει να την πλησιάσει χωρίς να υποστεί παράπλευρες απώλειες και να ακούσει τα εξ΄ αμάξης χωρίς λόγο και αφορμή! Σε μια τέτοια κατάσταση τη βρίσκω πριν από λίγο μέσα στη κουζίνα, ανάμεσα σε κατσαρόλες, τηγάνια, κομμάτια του καινούργιου μίξερ μας αφημένα σε διάφορα σημεία γύρω της ενώ στο μάτι της διακρίνω εκείνη τη γνωστή γυαλάδα που σηματοδοτεί την έναρξη του σόου.. Φτιάχνει το διαχρονικό και σήμα κατατεθέν των δικών μας Χριστουγέννων, το θρυλικό της πια «πατέ ντε φουά», που κάθε χρόνο πρωταγωνιστεί σε όλα τα τραπέζια συγγενών και φίλων. Κάτι φαίνεται πως δεν της βγαίνει όπως το θέλει και έχει αρχίσει αργά και σταδιακά η πορεία προς την υστερία. «Δεν δουλεύει το παλιομίξερ που μου πήρες» είναι το πρώτο σχόλιο με το που με βλέπει και συνεχίζει πως το δικό της που σημειωτέον μπορεί να είναι και της γιαγιάς μου από την εποχή της προπολεμικής Αθήνας, εννοείται πως είναι κλάσεις ανώτερο. «Θα πάω στην αποθήκη που μου το καταχώνιασες για να με βασανίζεις και θα το βρω να κάνω τη δουλειά μου όπως ξέρω εγώ και όχι με αυτά τα μαραφέτια τα ψεύτικα που κουβαλάς»! Το μίξερ που της πήρα δεν είναι ούτε ψεύτικο ούτε μαραφέτι αλλά δεν θέλω να μπω σε διαλογική συζήτηση γιατί δεν θα βγάλω άκρη. Θέλω να τη βοηθήσω αφού γνωρίζω πως σε δύο λεπτά μπορεί να έχουμε επί Λακατάμειαν αρχαία τραγωδία για το πατέ που δεν της βγαίνει και τσεκάρω τη συσκευή για να δω τι συμβαίνει. Εν τω μεταξύ φεύγει από τη κουζίνα τρέχοντας για την αποθήκη και τις ανασκαφές που έχει στο μυαλό. «Μα χριστιανή μου γυναίκα πως να δουλέψει αφού δεν έχεις ανάψει τη πρίζα» της φωνάζω χωρίς βέβαια να πάρω απάντηση και ταυτόχρονα το βάζω μπρος για να τελειώνουμε. Σε λίγο επιστρέφει και επιστρέφει όπως καταλαβαίνετε δριμύτερη! Και χωρίς το μίξερ της γιαγιάς φυσικά αφού από καιρό είναι στη περιοχή Κοτσιάτη- ο πιο διάσημος σκυβαλότοπος του νησιού- γεγονός που για καλή μου τύχη η μητέρα μου μέχρι αυτή τη στιγμή αγνοεί. «Τι κάνεις εκεί;»μου ουρλιάζει! «Αχ μου το έκανες νιανιά, πάει το πατέ μου πάει.. νερό το έκανες» είναι μόνο η αρχή. Ακολουθεί ένας μονόλογος που δεν έχει αρχή αλλά ούτε και τέλος όπου ενημερώνομαι πως εκτός από πανιβλάκας, είμαι και εντελώς άσχετη, και ανακατεύομαι εκεί που δεν με σπέρνουν απλά για να την εκνευρίσω και να την κάνω ρεζίλι. «Να βοηθήσω θέλω ηρέμησε» προσπαθώ να δικαιολογηθώ αλλά το ηρέμησε που λέω της ανάβει τα λαμπάκια ακόμη πιο πολύ. «Άκου χρυσή μου, εμένα να μη μου λες να ηρεμήσω γιατί εγώ είμαι απόλυτα ήρεμη μέχρι που μπαίνεις στα πόδια μου απλά για να με ταλαιπωρείς». «Καλά έλεγε η μάνα μου πως στην ίδια κουζίνα δύο κώλοι δεν χωράνε»… είναι το τελευταίο που ακούω πριν βροντήξω τη πόρτα και πάρω τα βουνά! Καλά Χριστούγεννα σε όλους και να θυμάστε.. δύο κώλοι στην ίδια τη κουζίνα ποτέ!
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|