ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών «Βαριέμαι», μου λέει η μονίμως βαριεστημένη έφηβη κόρη μου, «δεν πήγα πουθενά, όλη μέρα κλεισμένη εδώ μέσα», μου πετάει στα μούτρα και εγώ, θέλοντας για ακόμη μια φορά να δείξω κατανόηση και να δώσω τόπο στην οργή αποφεύγω να της θυμίσω πως μόλις προχθές επέστρεψε από δεκαπενθήμερο ταξίδι στο εξωτερικό που είχε πάει με τον πατέρα της. «Αγαπούλα μου, αφού δεν δουλεύω σήμερα - τονίζω το σήμερα μια και αυτή είναι και η μοναδική ημέρα που δεν δουλεύω αυτή την περίοδο - θέλεις να πάμε μια βόλτα στη θάλασσα να κάνουμε το μπανάκι μας και να φάμε και ψαράκι που σ’ αρέσει μωρό μου», ρωτώ σχεδόν σίγουρη για την απόρριψη της πρότασης μου, αφού το μονίμως με κάτι εκνευρισμένο και σχεδόν πάντοτε βαριεστημένο βλαστάρι μου δεν έχει μέχρι στιγμής επιδείξει καμία διάθεση να περάσει τη μέρα της μαζί μου.
Έλα όμως που ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη για τίποτα και ειδικά για την αντίδραση των παιδιών σου. «Οκ πάμε», μου απαντά χαλαρά και αδιάφορα και πραγματικά εκπλήσσομαι τόσο που την κοιτάω σα χαζή! «Τέλειαααα μωρό μου», απαντώ με αληθινό ενθουσιασμό και αυτόματα μας οραματίζομαι αραχτές στην παραλία με καπέλα και γυαλιά να κουτσομπολεύουμε και να γελάμε τρώγοντας φρούτα- το ξέρω δεν πάω καλά - και τρέχω να ετοιμαστώ αγνοώντας τη φωνή του τόσο γλυκού παιδιού μου που με μπλαζέ και τόνο βαρύμαγκα μου λέει «Εντάξει μάνα μου, ηρέμησε λίγο, θάλασσα πάμε, όχι το γύρο του κόσμου, έλεοοοος.» Σε πέντε λεπτά είμαι ήδη στο αυτοκίνητο, έτοιμη με μαγιό και παρεό στη θέση του οδηγού και περιμένω, νοιώθοντας πραγματικά ευτυχισμένη για την αναπάντεχη εκδρομούλα-bonding - όπως λέμε εμείς οι γλωσσομαθείς – μεταξύ μάνας και κόρης. Ένα τέταρτο αργότερα είμαι στην ίδια θέση, με διαφορετική όμως διάθεση αφού η μικρή δεν έχει εμφανιστεί ακόμη. Για να μην αρχίσω τα υστερικά κορναρίσματα και τις φωνές, την παίρνω στο κινητό ενώ δοκιμάζω την τακτική των αναπνοών που επιφέρουν δήθεν ηρεμία. «Τι θέλεις;», ακούω και για ακόμη μια φορά «θαυμάζω» τη γλυκύτητα και την ευγένεια αυτού του παιδιού. «Μωρό μου περιμένω στο αυτοκίνητο… πρόκειται να έρθεις ή όχι;», τη ρωτώ. «Έρκουμαι κόρη μου». «Κόρη μου; Κόρη μου; Μήπως έχουμε χάσει λίγο τους ρόλους;» «Μην τσιρίζεις», μου απαντά και ‘ντανγκ’ μου το κλείνει στα μούτρα. Δεν θέλω να νευριάσω περισσότερο και πραγματικά καταβάλλω τεράστια προσπάθεια που χρίζει ενός παρατεταμένου χειροκροτήματος. Επιτέλους εμφανίζεται. Μπαίνει στο αυτοκίνητο με ξινισμένο και γεμάτο αγανάκτηση υφάκι, αλλάζει χωρίς καν να ρωτήσει αν με πειράζει τη μουσική που ακούω και εγώ βάζω μπρος κάνοντας πως δεν ακούω τη μικρή εσωτερική φωνούλα που μου λέει πως η εκδρομή αυτή θα εξελιχθεί σε αυτό που λέμε «ξινό το βύσσινο και να μου λείπει». «Μαμ, πρώτα θα περάσουμε να πάρουμε και δύο φίλες μου», μου λέει, ή μάλλον καλύτερα προστάζει, και όταν διαμαρτύρομαι, εσείς που γνωρίζετε «το παγωμένο βλέμμα της έφηβης» ίσως θα καταλάβετε πως βρέθηκα σε χρόνο ντε τε σε διαφορετικές κατευθύνσεις της πόλης να παίρνω και τα άλλα τα τόσο «ευγενικά» κοριτσάκια μας. Ξεκινάμε για τη βόλτα μας. Μα τι καλά που περνάνε τα τρία όμορφα και καθόλου κακομαθημένα κορίτσια της ιστορίας μας, με τη «γλυκιά φωνή». Για το «θύμα- σοφέρ- πορτοφόλι-Μαμ μη μιλάς εσύ-Μαμ είσαι πρήχτισσα- Μάαααμ σιώπαααα», φαντάζομαι πως δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ… You get the picture, no???
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|