ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Η πιο όμορφη εικόνα της ημέρας. Στη βεράντα της παλιάς μονοκατοικίας απέναντι από το γραφείο χαζεύω, όπως κάνω κάθε πρωί, το ηλικιωμένο ζευγάρι που πίνει τον καφέ του, σχεδόν πάντα την ίδια ώρα. Στην αρχή εμφανίζεται ο παππούς. Κοντούλης, λιγάκι στρουμπουλός, φαλακρούλης. Φοράει πάντα χακί βερμούδα και λευκό φανελάκι αμάνικο και κρατά το δίσκο με δύο άσπρα φλιτζανάκια και δύο ποτήρια νερό. Τα αφήνει με πολλή προσοχή, λες και κουβαλά κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο, στο μικρό σιδερένιο τραπεζάκι της δεκαετίας του φερ φορζέ και μπαίνει μέσα. Σε λίγα λεπτά, ξαναεμφανίζεται έχοντας αγκαλιά, στην ακρίβεια κουβαλώντας σχεδόν στην αγκαλιά του, τη μικροσκοπική γιαγιούλα που κρατάει ένα από αυτά τα τετράγωνα μπαστούνια και μοιάζει να δυσκολεύεται πολύ. Τη βοηθά να καθίσει και μόλις την τακτοποιήσει κάνει πάντα την ίδια κίνηση. Της χαϊδεύει πρώτα τα μαλλιά και έπειτα της ακουμπά τον ώμο. Μετά κάθεται και αυτός δίπλα της και πίνουν παρέα τον καφέ τους χωρίς να πολυμιλούν - δεν ξέρω βέβαια αν η γιαγιά είναι σε θέση να μιλήσει - λες και οι λέξεις θα χαλάσουν αυτή την τόσο μαγική, την τόσο απόλυτα δική τους στιγμή. Τους παρατηρώ από το παράθυρο εδώ και μήνες. Η ίδια διαδικασία-ιεροτελεστία κάθε πρωί ακόμη και όταν είναι κρύο που τότε ο παππούς φροντίζει να σκεπάσει την καλή του με μια καρό κουβέρτα.
Τι όμορφο ζευγάρι αυτοί οι δύο γεροντούληδες μου. Προσπαθώ να τους φανταστώ νέους αλλά σταματώ. Στ’ αλήθεια η αγάπη, ίσως ακόμη και έρωτας που ξεχύνεται από τη βεράντα αυτής της μικρής μονοκατοικίας της κρυμμένης ανάμεσα σε ψηλά κτίρια, γραφεία και κόσμο που πάει και έρχεται είναι τόσο απόλυτη που δεν χρειάζεται φτιασίδια και ρετούς με φίλτρα νεότητας. Τους χαζεύω και χαμογελώ. Μπορεί και λιγάκι να ζηλεύω. Πόση μαγκιά χρειάζεται αλήθεια για να μείνεις με κάποιον άλλο άνθρωπο σαράντα, πενήντα χρόνια και πόσες στιγμές χαράς αλλά και λύπης πρέπει άραγε να ζήσεις και να μοιραστείς μαζί του για να καταφέρεις στο τέλος να γίνεις ένα, όταν πια οι ρυτίδες, τα χαλαρωμένα σώματα και τα άσπρα μαλλιά δεν έχουν πια και τόση σημασία. Και αυτός ο κυριούλης, που σήμερα με τόση φροντίδα και με τόση έγνοια προσέχει τη γυναίκα του, μοιάζει στα μάτια μου ο πιο υπέροχος, ο πιο απόλυτος τζέντελμαν που υπάρχει. Μπορεί και να μην ήταν πάντα έτσι. Μπορεί στα νιάτα του να ήταν και αυτός δύσκολος και παράξενος και γυναικάς. Όμως τώρα που όλα αυτά στη ζωή της κυριούλας με το «π» και το γαλάζιο νυχτικό δεν έχουν προφανώς πια καμία σημασία, πόσο στοργικός και τρυφερός σύντροφος είναι αυτός ο συνοδοιπόρος της ζωής της. Και πόση άραγε ευλογία αλλά και μυστικά μπορεί να κρύβει για δύο ανθρώπους ένα καφεδάκι στη σιωπή, μια καρό κουβέρτα για τον χειμώνα, μια κρυμμένη από τη βαβούρα της πόλης βεράντα, ένα τρυφερό χάδι στον ώμο, μια αγκαλιά...
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|