ΓΡΑΦΕΙ Η Μίνα Σαμψών Και μετά με κράζουν οι φίλοι και γνωστοί που είμαι και δηλώνω προληπτική μέχρι εκεί που δεν πάει. Έλα όμως που τα ‘χω τα ρημάδια τα σημάδια κατατσεκαρισμένα ένα εκατομμύριο φορές και κάθε φορά που κάνω να τα αγνοήσω, τσακ μου συμβαίνουν όλα τα ανάποδα μαζεμένα και τρέχω και δεν φτάνω. Για να εννοήσετε τι λέω , τα δικά μου τα σημάδια, οι οιωνοί της δεισιδαιμονίας μου αν προτιμάτε, δεν αφορούν τύπου σκάλες που δεν πρέπει και καλά να περνάμε ή μαύρες γάτες που αν ξαφνικά σουλατσάρουν μπροστά μας κάτι κακό θα μας συμβεί. Δεν έχω τέτοια εγώ. Εμένα οι δαίμονες μου είναι κυρίως συγκεκριμένα πρόσωπα που έτσι και τα δω ή τα ονειρευτώ, πάει , μαύρο φίδι που με ‘φαγε και σωτηρία δεν έχω. Και για να γίνω ακόμη πιο σαφής, ο απόλυτος, ο πιο μεγάλος δικός μου «μαυρόκαττος», που δηλαδή με το που τον βλέπω παθαίνω όλα τα κακά της μοίρας μου – αυτό συμβαίνει από τότε που ήμουν μικρή, για αυτό σας λέω χιλιοδοκιμασμένο - είναι συγκεκριμένη πολύ-πολύ γνωστή φυσιογνωμία του πολιτικού και όχι μόνο χώρου, αποθανών πια που ακόμη και τώρα έτσι και βρεθώ απέναντι του είτε σε φωτογραφία, είτε σε άγαλμα, ο τύπος καταφέρνει και με βγάζει νοκ άουτ.
Και συνεχίζω για να καταλάβετε ακόμη περισσότερο τι λέω. Το πρωί της περασμένης Πέμπτης πηγαίνω τα παιδάκια μου στο καινούργιο τους σχολείο. Όλα ωραία και καλά και άσχετα με τη μούρη και τα νεύρα των παιδιών, που καμία όρεξη δεν έχουν για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, εγώ είμαι καλοδιάθετη και θετική. Αφού αποχαιρετώ τα παιδιά που προχωρούν προς την αυλή, συνεχίζω τη δική μου διαδρομή για να διευθετήσω μερικές γραφειοκρατικές δουλειές που προέκυψαν. Φτάνοντας στον προορισμό μου, κατεβαίνω απ’ το αυτοκίνητο και κατευθύνομαι προς τη γραμματεία για την υπογραφή κάποιων χαρτιών… η γραφειοκρατία που λέγαμε. Προχωρώ αμέριμνη και χαμογελαστή. Μέχρι τη στιγμή που ξαφνικά απέναντι μου, και χωρίς καμία προειδοποίηση, βλέπω την τεράστια σκούρα προτομή του περί ου ο λόγος προσώπου να με κοιτάει το ίδιο βλοσυρά και παράξενα όπως πάντα. Για μια στιγμή σκιάζομαι, αλλά αποφασίζω πως τέρμα δεν θα ξαναγίνω δέσμια των προλήψεων μου και πως δεν θα δώσω σημασία στις ανοησίες που μια ζωή με κατατρέχουν. Κάνω όμως καλού κακού τον σταυρό μου και μπαίνω στη γραμματεία αγνοώντας το μικρό μου εσωτερικό καμπανάκι που κτυπά σαν τρελό. Μου δίνουν τα χαρτιά να τα υπογράψω. Σπάει το στυλό και γεμίζουν τα χέρια μου και το λευκό μου πουκαμισάκι μελάνια από πάνω μέχρι κάτω. Κτυπά το κινητό της δουλειάς. Πάω να το βγάλω από τη τσάντα, φεύγει από τα χέρια μου και με την κακομοίρα τη γραμματέα που έτρεξε να με βοηθήσει, ψάχνουμε τη μπαταρία του για κανά μισάωρο κάτω από γραφεία και καρέκλες. Τελειώνει το μαρτύριο εκεί μέσα και πάω στο αυτοκίνητο. Στα επόμενα φανάρια και ενώ το βλέμμα του κακού «οιωνού» μου νοιώθω να με ακολουθεί, ακούω ένα μπαμ και τραντάζεται το σύμπαν και μαζί του τραντάζομαι και ‘γω. Ο κύριος με την διπλοκαμπινιά πίσω νομίζει πως έβαλα μπρος. Λάθος, γιατί εγώ χάσκω ενώ έχει ανάψει πράσινο και έτσι το πορτ μπακάζ μου έρχεται και γίνεται σαν τα μούτρα μου τα μαύρα. Και φανταστείτε πως ακόμη είναι μόλις εννιά η ώρα το πρωί. Λοιπόν πέστε μου εσείς πώς και με ποια διάθεση να πάω στη δουλειά μου όταν η μέρα μου ξεκίνησε τόσο στραβά και για ακόμη μια φορά ο τύπος αυτός κατάφερε να με κάνει ένα απόλυτο κουρέλι. Βλέπω μια εκκλησία. Εδώ λέω να κρυφτώ για το υπόλοιπο της ημέρας μπας και καταφέρω να γλυτώσω…
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|