Χθες το βράδυ είχα αϋπνίες και αφού είδα και απόειδα, έβαλα μέσα στα άγρια μεσάνυκτα μια ταινία μπας και περάσει η ώρα και καταφέρω να κοιμηθώ. Έπεσα λοιπόν πάνω σε μια ρομαντική κομεντί, όπως τις λένε οι σινεφίλ, και όταν στο τέλος - και μετά από διάφορα μπερδέματα και αταξίες, κοινώς τσιλιμπουρδίσματα και μικροκερατάκια - και αυτός ο πρωταγωνιστής , όπως και τόσο άλλοι σαν και αυτόν, καταλαβαίνοντας τα λάθη του και μαθαίνοντας την τελευταία στιγμή πως η αγάπη του φεύγει για άλλη γη άλλα μέρη που κανένα δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει, έτρεξε στο δίαυλο του αεροδρομίου, σταμάτησε το αεροπλάνο - μπόινγκ 747 με χίλιους επιβάτες παρακαλώ, όχι κανένα μικρούλη ιδιωτικό που άντε μπορεί λέμε να ήταν και φίλος του ο πιλότος και του’κανε τη χάρη - για να την προλάβει πριν φύγει για πάντα, έκλεισα την τηλεόραση, έφτιαξα ένα χαμομήλι με μέλι που ‘ναι χαλαρωτικό, ξάπλωσα στο κρεβάτι και άρχισα να κάνω πως μετρώ προβατάκια. Η σκέψη όμως του γκόμενου, σούπερ ήρωα και του αιώνιου happy end δεν με άφηνε να κλείσω μάτι.
Σκεφτόμουν πως πραγματικά πολύ θα γούσταρα και ‘γω να τρίψω στα μούτρα των κολλητών μου, καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι, πως για χάρη της αρχοντιάς μου ένας μεγάλος τρελός και παράφορος έρωτας, δίμετρος και καρακούκλος φυσικά, ξέφυγε από ελέγχους διαβατηρίων, απέφυγε κάμερες, μηχανήματα και τα λοιπά, πλάκωσε αστυνομία και πεντέξι σεκιούριτυ, έτρεξε γρηγορότερα και από τον Γιουσέιν Μπόλτ στο δίαυλο ενός αεροδρομίου και σαν λιοντάρι που ουρλιάζει στάθηκε μπροστά από το αεροπλάνο που ετοιμαζόταν να πετάξει και να με πάρει και ‘μένα μακριά του και το σταμάτησε τόσο απλά. Να λέω στις τρελές, πως ο δικός μου με το έτσι θέλω ανέβηκε πάνω και πρόλαβε να μου εξομολογηθεί τον απόλυτο έρωτα του -που λέει και ο Ρουβάς στο τελευταίο τραγουδάκι του -μπροστά στους υπόλοιπους κατασυγκινημένους επιβάτες που ζητοκραύγαζαν από συγκίνηση και κάποιοι χειροκροτούσαν, και αυτές να με κοιτάνε με ανοικτό το στόμα και με θαυμασμό, ίσως και ζήλια. Και εγώ με τη βλεφαρίδα κάγκελο, τη μάσκαρα ατάραχη και το άι λάινερ σε όλο του το μεγαλείο - παρά το κλάμα που έριξα πριν επιβιβασθώ και που λογικά θα έπρεπε να μοιάζω σαν μουτζουρωμένος ποντικός, λόγω του έρωτα που η ανόητη νόμιζα ότι έχανα – στέκομαι και τον κοιτώ, γυρνάω τα μάτια και λίγο δεξιά-αριστερά να σιγουρευτώ ότι με βλέπουν όλοι οι άλλοι συνεπιβάτες που δεν δυσανασχετούν ούτε και με βρίζουν για την καθυστέρηση, πέφτω σαν τρελή στην αγκαλιά του και εκείνη τη στιγμή αποφασίζω και τον συγχωρώ που γκομένιασε μια νύκτα με φεγγάρι. «Δεν έφταιγες εσύ παλικάρι μου, η άλλη η βυζαρού σε παρέσυρε και έκανες το λάθος , εγώ σε συγχωρώ και σ΄αγαπάω», του ψιθυρίζω και κλαίω. Του ορκίζομαι αιώνια πίστη, αφοσίωση και παντοτινή αγάπη και αυτός χαϊδεύοντάς με λιγάκι στα μαλλιά- σκαλώνει λίγο στα κερατάκια μου και σταματά- με σηκώνει στα χέρια και με στριφογυρίζει στον αέρα, καθότι είπαμε είμαστε και σε μπόινγκ που έχει και μια άνεση χώρου, και μπροστά σε όλους μου περνά μονόπετρο που βγάζει μάτια, σαν εκείνα που έβγαζε και αυτός με την βυζαρού που λέγαμε... Αχ τι γίνεται βρε παιδιά, ποιος με ξυπνά; Ώρα να πάρω τα παιδιά σχολείο; Ο σκύλος πρέπει να βγεί βόλτα; Ο Σούπερμαν μου πού είναι; Το μπόινγκ μας; Η βυζαρού έστω;
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
January 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|