«Αυτό το μικρό νησάκι στον Κόλπο Μιραμπέλου στέκεται σκιερό και κατασκότεινο σαν να το έβαψε κανείς με κάρβουνο, ενώ η χερσόνησος της Σπιναλόγκα περιστρέφεται γύρω από το νησί όπως η ουρά μίας γάτας που κοιμάται», αναφέρει δημοσίευμα-αφιέρωμα του BBC στη Σπιναλόγκα. Με τίτλο «Το εγκαταλελειμμένο ελληνικό νησί που σκεπάζει μυστήριο», η αρθρογράφος κάνει μια μικρή αναδρομή στο νησάκι, μιλά για τον ενετικό και αργότερα οθωμανικό ζυγό και τη μετατροπή σε λεπροκομείο μετά την ένωση με την Ελλάδα.
«Μόλις διάβασα το best seller της Βικτόρια Χίσλοπ "Το νησί", ένα μελοδραματικό μυθιστόρημα για οικογενειακά μυστικά, προδοσίες και ερωτικές ιστορίες στην κοινότητα των λεπρών, επέστρεψα για να μάθω ποια πραγματικά ήταν η ζωή των ανθρώπων που εξορίζονταν στη Σπιναλόγκα», σημειώνει η δημοσιογράφος. Η ιστορία της Σπιναλόγκας Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στην Επαρχία Μεραμπέλλου του νομού Λασιθίου Κρήτης. Οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του. Ο Ενετός χαρτογράφος Βιντσέντσο Κορονέλλι υποστηρίζει πως η Σπιναλόγκα δεν ήταν πάντα νησί, αλλά ήταν φυσικά ενωμένη με την γειτονική χερσόνησο Κολοκύθα. Αναφέρει πως το 1526, οι Ενετοί κατέστρεψαν μέρος της χερσονήσου και δημιούργησαν το νησί. Το αρχαίο του όνομα ήταν Καλυδών, αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς, λόγω του ότι άκουγαν συνέχεια την κρητική έκφραση Στην Ελούντα, δεν μπορούσαν να καταλάβουν και έτσι, παρακούοντας, το πρόφεραν στα λατινικά spina lunga (προφορά: σπίνα λούνγκα), που σημαίνει «μακρύ αγκάθι». Έτσι με την παράφραση, το νησάκι πήρε την σημερινή του ονομασία. Άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και οι Ενετοί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θα ερχόταν και η σειρά της Κρήτης. Με την οχύρωση του νησιού αυτού, οι Ενετοί ήθελαν αφενός να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους πειρατές και από τον τουρκικό στόλο, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της Ελούντας από όπου θα έπαιρναν το αλάτι. Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών άλλα 65 χρόνια μέχρι το 1715, οπότε περιήλθε εκ νέου στους Οθωμανούς. Αυτό οφείλεται στην άρτια οχύρωση της. Όπως πληροφόρησε τον Βενετό Δόγη ο Γενικός Προνοητής Δολφίν στις 26 Νοεμβρίου του έτους αυτού, τόσο οι Προνοητές της Σούδας Αλβίζε Μάνιο και Πάολο Πασκουάλι όσο και ο Προνοητής της Σπιναλόγκας Φραγκίσκος Γιουστινιάν έκαναν το καθήκον τους, αλλά δεν μπόρεσαν να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. Μετά την παράδοση της Σπιναλόγκας στους Τούρκους, εκατοντάδες από τους αιχμαλώτους χριστιανούς μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και πουλήθηκαν ως δούλοι. Από αυτούς 139 - οι πιο γεροί - στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να δουλέψουν ως κωπηλάτες, και από αυτούς 19 πέθαναν στη διαδρομή. 466 πουλήθηκαν στην τοπική αγορά για περίπου 34.000 γρόσια, ενώ 11 δόθηκαν στον πασά των Χανίων. Στη Σπιναλόγκα έβρισκαν καταφύγιο οι Χαΐνηδες, οι επαναστάτες Κρητικοί που μην αντέχοντας τους σκοτωμούς, τις δολοφονίες, τους απαγχονισμούς, τι λεηλασίες, τους εξανδραποδισμούς που από την πρώτη μέρα εφάρμοσαν οι νέοι κατακτητές Τούρκοι στο νησί, ανέβηκαν στο βουνό και άρχισε αμέσως το αντάρτικο με τις συνεχείς επαναστάσεις μέχρι το 1898 που έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος από την Κρήτη. Το 1905 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο, όπου οδηγήθηκαν όλοι οι λεπροί της Κρήτης, οι οποίοι πρώτα βρίσκονταν απομονωμένοι στη «Μεσκινιά», έξω από το Ηράκλειο και θεωρούνταν εστία μολύνσεως και για τον υπόλοιπο λαό. Κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς και ήταν αναγκασμένοι να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, δεδομένου ότι το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σε άλλα χωριά, όλη δε την παράλια περιοχή την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια γιατί φοβούνταν απόβαση των Άγγλων σ' εκείνο το μέρος. Τελικά, το 1957 έκλεισε ιαθέντων των λεπρών με τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. Μετά το 1957 για αρκετές δεκαετίες έμεινε αναξιοποίητη και μετά το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών άρχισε να γίνεται συστηματική αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλαιών οικιών, των δρόμων. Χιλιάδες επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο το πανέμορφο αυτό νησάκι με καραβάκια που ξεκινούν κάθε μία ώρα από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι στην στεριά και απέχει περίπου 800 μέτρα. Comments are closed.
|
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
|