Ο βρυκόλακας της Μυκόνου – Η μορφή που σκορπούσε τρόμο στο νησί μέχρι που έκαψαν το πτώμα του23/6/2022
Και όμως στο νησί των Ανέμων το 1700, οι κάτοικοι έπαθαν ομαδική παράκρουση και πίστευαν ότι κυκλοφορεί ένας βρυκόλακας που τους επιτίθεται τα βράδια. Η ετυμολογία της λέξης βρυκόλακας, σημαίνει «ο νεκρός που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βγαίνει τη νύχτα από τον τάφο του και τρέφεται με αίμα ζωντανών, νηπίων ή και ζώων» Η Ελληνική λέξη που χρησιμοποιούταν τον μεσαίωνα για αυτά τα όντα της φαντασίας ήταν ο «βουρκόλακας» ή ο «βορβόλακας». Στα αγγλικά η λέξη «βαμπίρ» (εκτός από το είδος της νυχτερίδας) είναι συνώνυμη του βρυκόλακα. Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας ακούγονται ιστορίες για απέθαντους που σηκώνονται τα βράδια από τους τάφους και ταλαιπωρούν τους ζωντανούς. Αυτό που συνέβη όμως στη Μύκονο το 1.700 δεν έχει προηγούμενο. Ένα ολόκληρο νησί, έπαθε ομαδική παράκρουση και υστερία επειδή θεωρούσε ότι τα βράδια κυκλοφορεί ένας βρυκόλακας που κάνει κακό στους ανυποψίαστους κατοίκους. Την παράκρουση αυτή κατέγραψε στο ημερολόγιο του, ο Γάλλος περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή και τους κατοίκους στην περιοχή. Το βιβλίο το έγραψε και ονομάστηκε «ταξίδι στην Ανατολή». Ο χωρικός που έγινε βρυκόλακας Ο Τουρνεφόρ λοιπόν αφηγείται μια ιστορία η οποία διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του, όταν επι μέρες έμενε ο ίδιος στην Μύκονο. Γράφει λοιπόν: «Υπήρξα μάρτυρας στη Μύκονο, μιας σκηνής πολύ παράδοξης που αφορά την επιστροφή στον κόσμο ενός νεκρού και ενταφιασμένου.» «Τέτοιου είδους φαντάσματα οι βόρειοι λαοί τα λένε βαμπίρ ενώ οι Έλληνες τα λένε βρυκόλακες» γράφει ο Τουρνεφόρ και στη συνέχεια ξεδιπλώνει την ιστορία στην οποία ήταν μάρτυρας. Στη Μύκονο λοιπόν ζούσε ένας χωρικός ο οποίος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα του έφταιγαν, μάλωνε με το παραμικρό, και γενικά δεν λογάριαζε τίποτε και κανέναν. Μέχρι που μια μέρα ο χωρικός αυτός βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ένα δέντρο μέσα σε ένα χωράφι στην εξοχή. Και ο Τουρνεφόρ συνεχίζει την αφήγηση του: «Δυο μέρες μετά την κηδεία και τον ενταφιασμό του σε τάφο στο νεκροταφείο κυκλοφόρησε μια φήμη που έλεγε ότι πολλοί κάτοικοι τον είχαν δει να περιφέρεται τη νύχτα στα χωριά και τα στενά της χώρας». Οι φήμες γιγαντώθηκαν σαν φλόγα που της ρίχνεις πετρέλαιο. Άρχισαν όλο και περισσότεροι να διαδίδουν ότι τον είδαν την προηγούμενη νύχτα να διασχίζει με μεγάλα βήματα τα δρομάκια, να μπαίνει στα σπίτια, να τρομοκρατεί τον κόσμο, να αναποδογυρίζει έπιπλα, να ρίχνει πιάτα στο πάτωμα και να σβήνει τις λάμπες. Στην αρχή οι Μυκονιάτες γελούσαν με όλα αυτά που ακούγονταν όταν όμως διάφοροι προύχοντες και αξιόπιστοι κάτοικοι του νησιού, έλεγαν και εκείνοι ότι δέχτηκαν επίθεση από τον βρυκόλακα, ή ότι τον είδαν το προηγούμενο βράδυ να περιφέρεται, τότε το πράγμα σοβάρεψε. Ένα αμόκ, μια παράκρουση άρχισε να καταλαμβάνει τον κόσμο. Όλο και περισσότεροι έτρεχαν στις εκκλησιές και ζητούσαν από τους παπάδες να κάνουν εξορκισμούς στο σπίτι τους για να μην πατήσει ο βρυκόλακας. Την επόμενη μέρα όμως όλο και σε κάποιο σπίτι είχε κάνει ζημιές, όλο και κάποιος τον είχε δει τρομοκρατημένος στο σκοτάδι στο δρόμο. Και κάθε μέρα ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στο μυαλό των Μυκονιατών. Τρόμος και αμοκ Και ο Τουρνεφόρ αναφέρει: «Οι διαδώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί το συμβούλιο των Δημογερόντων του νησιού. Σε αυτό παρευρέθηκαν και ιερείς.» Οι δημογέροντες λοιπόν αποφάσισαν να περιμένουν να περάσουν 9 νύχτες από την ημέρα της ταφής του χωρικού. «Την δέκατη μέρα, έγινε λειτουργία στον ναό του νεκροταφείου και στη συνέχεια κάποιοι πήγαν στο μνήμα του χωρικού, το άνοιξαν και τον ξέθαψαν. Η κίνηση αυτή θέριεψε τις φήμες. Άρχισαν να λένε και να διαδίδεται ότι το σώμα του ήταν άφθαρτο, αναλλοίωτο και πως η μυρωδιά που έβγαζε ο τάφος του ήταν ανυπόφορη». Δεν πέρασαν κάποιες μέρες και σύμφωνα με τον περιηγητή δεν υπήρχε άνθρωπος στο νησί που να μην είχε αναφέρει ότι είδε και εκείνος τον βρυκόλακα. Μάλιστα ολόκληρες οικογένειες που έμεναν σε σπίτια μέσα σε κτήματα που ήταν απομονωμένα, τρομοκρατημένες τα εγκατέλειπαν η μια μετά την άλλη για να πάνε να ζήσουν στη χώρα. «Κάθε βράδυ καλόγεροι και παπάδες περιφέρονταν στους δρόμους και έψελναν ενώ ράντιζαν με τις αγιαστούρες τους τα σπίτια για να μην τα επισκεφτεί ο βρυκόλακας. Εμείς οι ξένοι που ήμασταν στο νησί» συνεχίζει ο Τουρνεφορ, «αποφασίσαμε να μην μιλήσουμε και να μην εκφράσουμε γνώμη γιατί θα μας θεωρούσαν άπιστους. Ο φανατισμός δεν έχει καμία λογική» Εκτός από τους καλόγερους και τους παπάδες, οι Μυκονιάτες είχε οργανώσει και περιπολίες. Ομάδες ατόμων με δάδες στα χέρια, με σταυρούς, ρόπαλα και σπαθιά όλο το βράδυ τριγυρνούσαν στους δρόμους για να βρουν τον βρυκόλακα. Στην πυρά Τελικά κάποιος πέταξε την ιδέα να κάψουν το πτώμα για να φύγει το κακό και να λυτρωθούν. Έτσι και έγινε. Σε μια ακτή του νησιού με ξύλα και ξεράγκαθα, άναψαν μια τεράστια φωτιά. Ξέθαψαν το πτώμα του βρυκόλακα το κουβάλησαν μέχρι την ακτή και το πέταξαν επάνω στις φλόγες. Περίμεναν μέχρι να καεί. «Ήμασταν παρόντες στην μακάβρια αυτή σκηνή» έγραψε ο περιηγητής και συνέχισε, «Ήταν η πρωτοχρονιά του 1701όταν οι στάχτες του Μυκονιάτη βρυκόλακα σκορπίστηκαν στη θάλασσα. Τότε μόνο οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα σπίτια τους» (In.gr) Ο Ανδρέας Παπανδρέου σφράγισε με την παρουσία και την πολιτική του δράση την περίοδο της Μεταπολίτευσης και αναδείχθηκε ένας από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς στην νεότερη ιστορία της Ελλάδας. ΑΜΥΝΩ ΔΕ ΚΑΙ ΜΟΝΟΣ - "ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ" Παρουσιάζει ο Κ.Δημητριάδης (Μαυροσκούφης) Σαν σήμερα πριν από 207 έτη, στις 18 Ιουνίου 1815, διεξήχθη η περιώνυμη μάχη του Βατερλώ, που σηματοδότησε την οριστική ήττα του αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντος Βοναπάρτη, και έβαλε τέλος στον αποκαλούμενο Μεγάλο Πόλεμο της Ευρώπης, τον πόλεμο μεταξύ της Γαλλίας και των γειτόνων της, που είχε ξεσπάσει το 1792 και επέπρωτο να διαρκέσει, με σύντομα διαλείμματα υφέσεως, σχεδόν ένα τέταρτο αιώνος. Το περίφημο Βατερλώ, τοποθεσία του κεντρικού Βελγίου, νοτίως των Βρυξελλών, αποτέλεσε το πεδίο όπου έμελλε να κορυφωθούν οι άγριες και αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στα βελγικά εδάφη από τις 16 έως τις 18 Ιουνίου 1815, στο πλαίσιο της ταχύτερης (με διάρκεια μόλις τεσσάρων ημερών) και πλέον καθοριστικής –όπως αποδείχθηκε– από όλες τις ναπολεόντειες εκστρατείες. Στο πλαίσιο της εν λόγω εκστρατείας (15-18 Ιουνίου 1815), η στρατιά του Μεγάλου Ναπολέοντος (120.000 άνδρες) κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα συμμαχικά στρατεύματα αφενός των Άγγλων (30.000 άνδρες, εκ των οποίων τα 4/5 ήταν νεοσύλλεκτοι), των Βέλγων, των Ολλανδών και των Γερμανών (συνολικά 60.000 άνδρες, όχι όμως όλοι πραγματικά κατάλληλοι για μάχη), υπό την ηγεσία του δούκα του Ουέλινγκτον, και αφετέρου των Πρώσων (120.000 άνδρες, οι μισοί εκ των οποίων προέρχονταν από την εθνοφρουρά και ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι), υπό την ηγεσία του γηραιού στρατάρχη Μπλύχερ. Ο Ναπολέων είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να πλήξει τους αντιπάλους του πριν από την έλευση αυστριακών και ρωσικών ενισχύσεων, που θα καθιστούσαν πολύ δυσχερέστερη τη δική του θέση. Σκόπευε μάλιστα να πραγματοποιήσει αιφνίδια επίθεση στο σημείο επαφής του αγγλικού και του πρωσικού στρατού, ώστε να μπει σαν σφήνα ανάμεσά τους και ακολούθως να τους εξοντώσει χωριστά. Έτσι, αφού διέβη τα γαλλοβελγικά σύνορα τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιουνίου, άρχισε από το πρωί κιόλας της επομένης να προελαύνει σε σχηματισμό Υ (δύο πτέρυγες και μία εφεδρική δύναμη), έχοντας ως αντικειμενικό σκοπό να εξοντώσει τις δυνάμεις του Ουέλινγκτον και του Μπλύχερ, που ήταν απλωμένες σε ένα ευρύτατο μέτωπο, με μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βάθος που κυμαινόταν μεταξύ 50 και 70 χιλιομέτρων. Την πρώτη ημέρα των εχθροπραξιών η δεξιά γαλλική πτέρυγα κατάφερε να τρέψει σε φυγή τα πρωσικά στρατεύματα, που υποχώρησαν προς τα βορειοανατολικά. Ο Ουέλινγκτον, όταν ενημερώθηκε για την ήττα των Πρώσων, προέβη σχεδόν ανενόχλητος σε αναδίπλωση των δυνάμεών του από το σταυροδρόμι του Κατρ-Μπρα έως το Μον-Σαιν-Ζαν, μια θέση στρατηγικής σημασίας, νοτίως του Βατερλώ. Γνωστοποίησε μάλιστα στον Μπλύχερ ότι σκόπευε να κρατηθεί με κάθε θυσία στις προσεκτικά επιλεγμένες νέες αμυντικές θέσεις του, εφόσον εκείνος μπορούσε να του εξασφαλίσει την υποστήριξη ενός μόνο πρωσικού σώματος. Έχοντας στη διάθεσή του 64.000 άνδρες, ο Ουέλινγκτον ήταν πλέον έτοιμος να συγκρουστεί με τους εμπειροπόλεμους στρατιώτες των Γάλλων, τους βετεράνους του Ναπολέοντος, που ήταν περί τις 70.000. Το πρωί της 18ης Ιουνίου, όπως γράφει ο διαπρεπής βρετανός στρατιωτικός ιστορικός σερ Basil Henry Liddell Hart (1895-1970), πολλοί γάλλοι στρατηγοί –εξ αυτών που είχαν τεθεί αντιμέτωποι με τον Ουέλινγκτον στον πόλεμο της Ισπανίας– επιχείρησαν να πείσουν τον Ναπολέοντα να μην πλήξει κατά μέτωπον ένα στράτευμα που είχε λάβει θέσεις άμυνας υπό τη διοίκηση του Ουέλινγκτον. Ο γάλλος αυτοκράτορας δεν τους έλαβε υπόψη. Θέλοντας να κατατροπώσει τους Άγγλους και θεωρώντας δεδομένη την αποτελεσματικότητα μιας επίθεσης που θα κατηύθυνε ο ίδιος, ο Ναπολέων αποκρίθηκε ως εξής στους στρατηγούς του: «Επειδή ο Ουέλινγκτον σάς νίκησε κάποτε, τον νομίζετε μεγάλο στρατηγό. Κι εγώ λοιπόν σας λέω ότι είναι ένας στρατηγός της δεκάρας, κι ότι οι Άγγλοι είναι στρατιώτες της δεκάρας. Η υπόθεση δε θα κρατήσει περισσότερο από ένα μικρό πρόγευμα». Εξάλλου, ο Ναπολέων απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας πρωσικής επεμβάσεως, καθώς θεωρούσε ότι τα στρατεύματα του Μπλύχερ αφενός μεν χρειάζονταν χρόνο για να ανασυγκροτηθούν μετά την ήττα που είχαν υποστεί, αφετέρου δε σφυροκοπούνταν από τις γαλλικές δυνάμεις, και πιο συγκεκριμένα από εκείνες του Γκρουσύ. Η μάχη του Βατερλό άρχισε τελικά γύρω στις 11:30 π.μ. της 18ης Ιουνίου – ο Ναπολέων καθυστέρησε την έναρξη της γαλλικής εφόρμησης προκειμένου να προλάβει να στεγνώσει το μουσκεμένο έδαφος. Οι αρχικές επιθέσεις των Γάλλων αναχαιτίστηκαν από τους Άγγλους. Γύρω στις 13:00, κι αφού πρώτα τα γαλλικά πυροβόλα προέβησαν σε ανηλεή βομβαρδισμό των αγγλικών θέσεων, ο Ναπολέων, εκνευρισμένος, έριξε στη μάχη σημαντικές ενισχύσεις, που προσέβαλαν το κέντρο της αμυντικής γραμμής των Άγγλων. Η μάχη ήταν αμφίρροπη. Οι γαλλικές φάλαγγες, παρά τα πυκνά πυρά του εχθρού, έδειξαν για μια στιγμή ότι θα διασπούσαν το μέτωπο του Ουέλινγκτον, αλλά η ξαφνική έφοδος δύο ταξιαρχιών του αγγλικού Ιππικού ανέτρεψε την ισορροπία, καθώς επέφερε διάσπαση των γαλλικών γραμμών. Στις 15:30 ο Ναπολέων έδωσε εντολή για νέα μαζική έφοδο, η οποία όμως απέβη και πάλι επί ματαίω, όπως και η επίθεση που εξαπέλυσε το γαλλικό Ιππικό. Οι Άγγλοι που ήταν οχυρωμένοι στο ύψωμα της πεδινής κατά τα άλλα περιοχής του Βατερλώ εξακολουθούσαν να αντιστέκονται σθεναρά. Την ώρα εκείνη έφθασε στο πεδίο της μάχης η πρωσική εμπροσθοφυλακή, η οποία άρχισε να ασκεί πίεση στο δεξιό πλευρό του Ναπολέοντος. Τόσο ο γάλλος αυτοκράτορας, που πιεζόταν πλέον από χρονικής απόψεως, όσο και ο Ουέλινγκτον έριξαν στη μάχη όλες τις εφεδρείες τους, ο πρώτος επιχειρώντας να κάμψει επιτέλους την αγγλική αντίσταση και ο δεύτερος προσπαθώντας να πληρώσει τα ρήγματα που είχαν δημιουργηθεί στις αμυντικές γραμμές του. Η πρωσική πίεση, μετά την άφιξη δύο νέων σωμάτων, άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Ο Ναπολέων, κυριευμένος από απελπισία, χρησιμοποίησε και τις τελευταίες εφεδρείες του, έξι χιλιάδες ξιφολόγχες της Αυτοκρατορικής Φρουράς, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασπάσει τις γραμμές του Ουέλινγκτον. Αφού προηγήθηκε νέος εντατικός βομβαρδισμός, πραγματοποιήθηκε γαλλική έφοδος σε τρία διαδοχικά κύματα, σε ένα έδαφος που είχε πλέον μετατραπεί σε τέλμα, ύστερα από τις μάχες μιας ολόκληρης ημέρας. Ήταν οκτώ το βράδυ. Ο Ουέλινγκτον έκρινε κατάλληλη τη στιγμή για να δώσει το σύνθημα της γενικής αντεπίθεσης. Οι άνδρες του εφόρμησαν κατά των αντιπάλων τους και σάρωσαν τα υπολείμματα του γαλλικού στρατού, που υφίσταντο και το πλευροκόπημα των Πρώσων. Ο ήλιος βασίλευε, κι αυτό που βούλιαζε τώρα μέσα στη λάσπη δεν ήταν απλώς ένας στρατός, αλλά μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Ο Ουέλινγκτον ήταν ο μεγάλος νικητής, ο Ναπολέων ήταν ο μεγάλος ηττημένος. Ο αυτοκράτορας της Γαλλίας επέστρεψε σώος και αβλαβής στο Παρίσι στις 20 Ιουνίου. Την επομένη αναγκάστηκε να υπογράψει τη δεύτερη παραίτησή του από το γαλλικό θρόνο (είχε προηγηθεί εκείνη του Απριλίου του 1814). Αυτό ήταν το τέλος. Δε δραπετεύει κανείς από τη νήσο της Αγίας Ελένης. Βαγγέλης Στεργιόπουλος / in.gr Ο D.B. Cooper κατάφερε να κάνει μια από της πιο εντυπωσιακές ληστείες όλων των εποχών και να μείνει στην ιστορία. Τον Νοέμβριο του 1971 ένας άνδρας με το ψευδώνυμο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, Dan Cooper αγόρασε ένα εισιτήριο και επιβιβάστηκε σε μια πτήση της Northwest Orient Airlines για την πόλη του Σιατλ. Με το που απογειώθηκε το αεροπλάνο ο Cooper κάλεσε την αεροσυνοδό και της ψιθύρισε στο αυτί ότι έχει μια βόμβα στο χαρτοφύλακα του και ότι το αεροπλάνο μαζί με τους επιβάτες και το πλήρωμα είναι υπό αεροπειρατεία. Στην συνέχεια επικοινώνησε μέσω των πιλότων με τις αρχές και ζήτησε 200.000 δολάρια σε λύτρα (σημερινή αξία περίπου στα $ 1.210.000) 4 αλεξίπτωτα και ένα βυτίο ανεφοδιασμού να περιμένει στο αεροδρόμιο του Σιάτλ. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε, τα λύτρα παραδόθηκαν και το αεροπλάνο μαζί με το πλήρωμα ξεκίνησε με προορισμό το Μεξικό και δύο πολεμικά αεροσκάφη να ακολουθούν. Κατά την διάρκεια της πτήσης ο Cooper ζήτησε από το πλήρωμα να μείνει στο πιλοτήριο με την πόρτα κλειστή. Μέσα στην επόμενη ώρα είχε ανοίξει την πόρτα του αεροσκάφους και είχε πηδήξει με το αλεξίπτωτο και τα λύτρα χωρίς κανένας να ξέρει σε πιο σημείο προσγειώθηκε, αφού ούτε τα πολεμικά αεροσκάφη που ακολουθούσαν είδαν τον Cooper να πηδάει! Το FBI ξεκίνησε αμέσως έρευνα αν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Cooper δεν θα μπορούσε να επιβιώσει κάτω από τις συνθήκες που έγινε το συγκεκριμένο άλμα. Όμως παρά την εξονυχιστική έρευνα χιλιομέτρων στην περιοχή που βρήκαν οτι προσγειώθηκε ο Cooper δεν κατάφεραν να βρουν ούτε τα λύτρα αλλά ούτε και το πτώμα του άντρα ή έστω μέρος του. Η υπόθεση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη όταν το Φεβρουάριο του 1980 ένα νεαρό αγόρι ανακάλυψε μια μικρή ποσότητα από τα χρήματα που είχαν δοθεί στον Cooper στις όχθες του ποταμού Κολούμπια. Για 45 χρόνια οι διωκτικές αρχές παρότι έχουν μαζέψει 60 τόμους με στοιχεία και αναφορές δεν έχουν καταφέρει να βρουν ούτε τον δράστη αλλά ούτε γνωρίζουν καν το κανονικό του όνομα. Η υπόθεση έμεινε ανοιχτή μέχρι και το 2016 αν και το FBI συνεχίζει να δέχεται πληροφορίες. Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί; Ξυπνήσατε μην είσθε, ενάντιοι κ' εχθροί. Πώς οι Προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά, Για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά». Ο Ρήγας Φεραίος, στον εμβληματικό «Θούριο» του αποκάλυψε αυτό που πραγματικά ήταν: ένας φλογερός, λόγιος επαναστάτης. Η γραφή του ήταν, για τους Τούρκους, πιο επικίνδυνη από χίλια άρματα. Και γι' αυτό όταν έπεσε στα χέρια τους, μετά από προδοσία Έλληνα, ούτε που σκέφτηκαν να τον περάσουν από κάποια δίκη. Τον φυλάκισαν, επί 40 ολόκληρες ημέρες τον βασάνιζαν και στο τέλος, μια ημέρα σαν σήμερα, τον στραγγάλισαν και πέταξαν το άψυχο κορμί του στο Δούναβη. «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» Γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Η σύγχρονη έρευνα απέρριψε αυτό που μέχρι και πριν από λίγα χρόνια θεωρούταν ως το πραγματικό του ονοματεπώνυμο: Αντώνιος Κυριαζής ή Κυρίτζης. Ο ίδιος πάντα υπέγραφε ως Ρήγας Βελεστινλής, χρησιμοποιώντας δηλαδή για επίθετο το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Το Φεραίος είναι το επώνυμο που του «έδωσαν» οι Έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία, επειδή στην αρχαιότητα η πόλη του ονομαζόταν Φεραί. Στον ίδιο άρεσε ιδιαίτερα το Φεραίος αλλά δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Γόνος μιας σχετικά εύπορης οικογένειας έδειξε από μικρή ηλικία την αγάπη του για τα γράμματα. Αφού έλαβε τη βασική μόρφωση, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Έζησε και αντρώθηκε δίπλα στους Φαναριώτες. Γρήγορα διακρίθηκε ως λόγιος και συγγραφέας. Κορυφαίο έργο του, πάντως, θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε:
«Κάλλιο ῾ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» Η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή του Ρήγα Φεραίου ξεκίνησε στις 19 Δεκεμβρίου 1797. Φεύγει από τη Βιέννη και φτάνει στην Τεργέστη προκειμένου να παραλάβει ένα κιβώτιο με εκτυπωμένο επαναστατικό υλικό, ανάμεσα στο οποίο υπάρχει και ο Θούριος. Στόχος του ήταν αφού το παραλάβει να συνεχίσει το ταξίδι του για την Ελλάδα. Δυστυχώς, ο Ρήγας έγραψε σε έναν συνεργάτη του, τον έμπορο και λόγιο, Αντώνιο Κορωνιό, να παραλάβει εκείνος το κιβώτιο προκειμένου να κερδίσουν χρόνο. Όταν το γράμμα έφτασε στον Κορωνιό εκείνος έλειπε από το σπίτι και έτσι η επιστολή έπεσε στα χέρια του συνεταίρου του, Δημητρίου Οικονόμου ο οποίος αφού την διάβασε πήγε εκείνος και παρέλαβε το κιβώτιο. Στη συνέχεια, αντί να παραδώσει, το κιβώτιο με το παράνομο υλικό στον Ρήγα Φεραίο, παρέδωσε τον ίδιο στους Αυστριακούς! «Το καθήκον του πολίτου και η πίστις προς τον αγιασμένον θρόνον της Α. Μεγαλειότητος, κατόπιν η αγάπη προς τους ανθρώπους και προς τον πλησίον, με παρεκίνησαν ενδομύχως και κατήγγειλα εις Υμάς τον άφρον εγχείρημα του Ρήγα Βελεστινλή, όπερ θα ηδύνατο να στοιχίσει τη ζωήν χιλιάδων αθώων», έγραφε ο Οικονόμου στην επιστολή του προς τις Αρχές. Η σύλληψη του Ρήγα έγινε με το που πάτησε το πόδι του στην Τεργέστη. Ο σπουδαίος Έλληνας λόγιος, όταν κατάλαβε πως δεν υπάρχει διέξοδος, επιχείρησε με ένα μαχαίρι να βάλει τέλος στη ζωή του αλλά τον πρόλαβαν οι φρουροί που ειδοποίησαν αμέσως γιατρό. Ο Ρήγας Φεραίος οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στις φυλακές της Βιέννης. Στη συνέχεια οι Αυστριακοί, που τον χαρακτήρισαν «φοβερό πολιτικό εγκληματία», τον παρέδωσαν στα χέρια των Τούρκων. Κρατήθηκε, μαζί με ακόμα 7 συντρόφους του στα μπουντρούμια του κάστρου της Neboisa στο Βελιγράδι για 40 ημέρες όπου και βασανίστηκε απάνθρωπα. Τελικά, στις 12 Ιουνίου, ήρθε το φιρμάνι από την Κωνσταντινούπολη. Δήμιοι μπήκαν μέσα στο κελί του σπουδαίου Έλληνα λόγιου και τον στραγγάλισαν! Δολοφονήθηκαν επίσης οι: Ευστράτιος Αργέντης, Δημήτριος Νικολίδης, Αντώνιος Κορωνιός, Ιωάννης Καρατζάς, Θεοχάρης Τουρούντζιας και τα αδέλφια Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ. Τα σώματα και των οκτώ ρίχτηκαν στα νερά του Δούναβη. Όταν ο χρόνος έκανε στην άκρη για να περάσει ο Παύλος Γιαννακόπουλος το κατώφλι της αθανασίας10/6/2022
Σαν σήμερα, 1η Ιουνίου 1926, γεννήθηκε η Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, που έμεινε στην ιστορία του θεάματος με το όνομα Μέριλιν Μονρόε. Την ανακάλυψε στα 19 της ο φωτογράφος του στρατού Ντέιβιντ Κόνοβερ, ο οποίος της πρότεινε να αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της από καστανοκόκκινα σε ξανθά, δίνοντας της έτσι την εικόνα με την οποία θα γινόταν το παγκόσμιο είδωλο του αισθησιασμού και της γυναικείας σεξουαλικότητας. Η Μέριλιν που κατά τη διάρκεια του πολέμου εργάστηκε σε εργοστάσιο κατασκευής αλεξιπτώτων, ξεκίνησε την καριέρα της από τα «χαμηλά στρώματα» της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος. Οι πρώτες της δουλειές ήταν ως μοντέλου – κομπάρσου. Το 1950 όμως με τις ταινίες «H ζούγκλα της ασφάλτου» και «Όλα για την Εύα» άρχισαν να την οδηγούν στον δρόμο της επιτυχίας. Βεβαίως το πρώτο μεγάλο «μπαμ», που έφερε τη Μέριλιν στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ήταν η ταινία «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές», το 1953. Να πως παρουσίασε «ΤΟ ΒΗΜΑ» τη συγκεκριμένη ταινία την εβδομάδα που πρωτοέβγαινε στις αίθουσες: «Το θέμα που η Αννίτα Λοος είχε ως βάσι για το μυθιστόρημά της, που τόσο είχεν αρέσει στον κόσμο του μεσοπολέμου, δεν χάνει τίποτα από την επικαιρότητά του. »Θα μπορούσε κανείς να το συνοψίση στη φράσι: “Tα διαμάντια είναι οι καλύτεροι φίλοι μιας κοπέλλας!” »Ολόκληρο το φίλμ “ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΙΣ ΞΑΝΘΕΣ” (Ρεξ), βασίζεται στην βαθειά αυτή φιλοσοφία, και στα ασυναγώνιστα θέλγητρα της Μαίριλυν Μονρόε, φωτογραφισμένα αριστοτεχνικώτατα». Βρισκόμαστε σε μια εποχή που το έγχρωμο, στις κινηματογραφικές ταινίες, δεν ήταν ακόμα κάτι αυτονόητο. »Στο φιλμ αυτό, το Τεχνικολόρ βρίσκει την δικαίωσιν του, γιατί χρηισμοποιείται θαυμάσια σ’ όλόκληρη την ταινία, που είναι σε τόνο μουσικής επιθεωρήσεως. »Τα κόκκινα, τα ροζ, τα μαύρα, παίρνουν ξαφνικά μια βαρύτητα και μια λάμψιν απαράμιλλην, και δίνουν νέα ζωή στο θέαμα. »Δεν πρέπει βέβαια κανείς να ψάξη για υπόθεσιν. Η ταινία αυτή, κάπως αργή καμμιά φορά, με καλή μουσική και καλούς χορούς είναι ενδεδειγμένη για εκείνον που ζητά ξεκουράσι και αναψυχή από τον κινηματογράφον». Δυστυχώς η ίδια η Μέριλιν Μονρόε, η τόσο λαμπερή και γοητευτική παγκόσμια σταρ δεν μόνο ξεκούραση κα αναψυχή δεν βρήκε από τον κινηματογράφο. Στα 36 της χρόνια θα βρεθεί νεκρή στην κρεβατοκάμαρά της, από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Ο θάνατός της θα ρίξει φως στη σκοτεινή και ψυχοφθόρα πλευρά του, κατά τ’ άλλα λαμπερού, κόσμου του Χόλυγουντ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 6.12.1953, Ιστορικό Αρχείο (in.gr) |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
|