Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου του 1960, στην αίθουσα του μεταβατικού Υπουργικού Συμβουλίου (αργότερα Μέγαρο της Βουλής των Αντιπροσώπων) στη Λευκωσία, έγινε η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κυβερνήτης της Κύπρου Χιου Φουτ διάβασε την προκήρυξη της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο, στη βάση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Ο Φουτ, υπογράφει τα έγγραφα της κυπριακής ανεξαρτησίας δίπλα στον Πρέσβη της Ελλάδας Γεώργιο Χριστόπουλο, τον Τούρκο πρόξενο Τουρέλ, τον Πρόεδρο Μακάριο και τον Αντιπρόεδρο Κουτσιούκ. Κατά το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου Έγινε στο μέγαρο του κυβερνείου υποστολή της αγγλικής σημαίας και έπαρση της κυπριακής, ενώ την επομένη άρχισαν να λειτουργούν οι μηχανισμοί του νέου κράτους: Συμπληρώθηκε ο κατάλογος των υπουργών, οι βουλευτές των δύο κοινοτικών Βουλών είχαν ήδη εκλεγεί και το παλιό κυβερνείο μετονομάστηκε σε Προεδρικό Μέγαρο. Ήταν απόρροια των Συμφωνιών που υπεγράφησαν σε Λονδίνο και Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1959. Η Κύπρος, μετά από τέσσερα χρόνια ένοπλου αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα, εξελισσόταν από βρετανική αποικία σε ανεξάρτητο κράτος υπό την κηδεμονία όμως της Βρετανίας, που θα διατηρούσε βάσεις στο νησί, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και οι τρεις θα εγγυούνταν την ασφάλεια των κατοίκων του νησιού. Δεν ξεχνάμε όμως ότι, δεκατέσσερα χρόνια μετά, η Τουρκία, προτάσσοντας τη Συνθήκη Εγγυήσεως, εισέβαλλε και κατακτούσε το 37% της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Στα βασικότερα σημεία τους οι συμφωνίες προέβλεπαν: - Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη - κηδεμόνες εγγυούνταν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται. - Τον αποκλεισμό οποιασδήποτε μερικής ή ολικής ένωσης του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο. Στο πλαίσιο αυτό τα βασικά σημεία του κυπριακού συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν. - Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η προεδρική δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ. - Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από επτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους. - Θα υπήρχε μία ενιαία Βουλή όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η κάθε μία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη Βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων. - Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν. - Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι. Ίσος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα. - Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Άγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου, καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών άρχισαν οι προεργασίες για τη συγκρότηση του κυπριακού κράτους που τυπικά ολοκληρώθηκαν με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και που πήγαζαν από τις αδυναμίες του συντάγματος. Παρόλο που το δοτό σύνταγμα της Κύπρου, που εκπονήθηκε από μια μικτή συνταγματική επιτροπή, διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, εμπεριέχει διαιρετικά στοιχεία που αποτέλεσαν εξαρχής τροχοπέδη στην ομαλή πορεία και εξέλιξη του κράτους. Τέτοιες πρόνοιες ήταν: Το δικαίωμα αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογή από τις δύο κοινότητες χωριστών δήμων στις πέντε κυριότερες πόλεις και η χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και για τη θέσπιση νομοθεσίας περί δήμων ή περί φόρων και τελών. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη μια μικρή μειοψηφία Τουρκοκύπριων βουλευτών έχει δικαίωμα να ανατρέψει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το 1961 oι Τουρκοκύπριοι βουλευτές, κάνοντας χρήση του δικαιώματος αυτού, καταψήφισαν το νομοσχέδιο για παράταση του φορολογικού νόμου και στη συνέχεια το νομοσχέδιο περί φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μείνει η Δημοκρατία χωρίς σχετική νομοθεσία για τέσσερα χρόνια. Μετά τις ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963 οι δεκαπέντε Τουρκοκύπριοι βουλευτές αποχώρησαν και έκτοτε οι έδρες τους παραμένουν κενές. Επίσης, αποχώρησαν και όλοι οι Τουρκοκύπριοι που κατείχαν πολιτειακά αξιώματα ή θέση στο δημόσιο τομέα. Η Βουλή συνέχισε να λειτουργεί, με βάση τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν κατά καιρούς από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τις θέσεις των τριών Τουρκοκύπριων υπουργών που αποχώρησαν κατέλαβαν Ελληνοκύπριοι υπουργοί και οι αρμοδιότητες του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μεταβιβάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Μάρτιο του 1965 Με νόμο που θέσπισε η Βουλή, οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μεταβιβάστηκαν στη Βουλή, οι αρμοδιότητές της επί εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων στο συνιστώμενο με βάση τον ίδιο νόμο Υπουργείο Παιδείας και οι υπόλοιπες διοικητικές της αρμοδιότητες στα άλλα συναφή υπουργεία. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1963 Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές δε διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 1965 αλλά στις 5 Ιουλίου 1970, αφού η θητεία των μελών της Βουλής παρατεινόταν κάθε χρόνο με σχετική νομοθεσία. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974, είχαν ως συνέπεια την αναβολή και πάλι των βουλευτικών εκλογών. Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία διεξήχθησαν στις 5 Σεπτεμβρίου το 1976. Οι καλοκαιρινές διακοπές άλλαξαν τα δεδομένα… Ο εορτασμός της κυπριακής ανεξαρτησίας μία μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο δυσκόλευε τους πάντες. Έτσι, τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Ιουλίου 1963, το Υπουργικό συμβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελούμενο από επτά Ελληνοκυπρίους και τρείς Τουρκοκυπρίους υπουργούς, ομόφωνα αποφάσισε τον ορισμό της 1ης Οκτωβρίου ως Ημέρας της Ανεξαρτησίας της Κύπρου. Comments are closed.
|
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
|