Στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα Οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από μια δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο, ενδεικτική των δυσκολιών στην εφαρμογή τους, κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους ή ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα υπερπρονόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση, δύναμης 5.000 μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960 ο οπλισμός που μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο, εξόπλιζε δύναμη 10.000. Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Άλλωστε το δοτό σύνταγμα των Άγγλων προέβλεπε την ες αει παραμονή των στο νησί. Οι ΗΠΑ τέλος έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Πολιτειακές δυσλειτουργίες Το πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο και στηριζόταν όχι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα, αλλά στη δυαδική αρχή, δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθένα από τους δυο να έχει δικαιώματα αναπομπής ή ακόμα και αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του. Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού. Έτσι, δεν άργησαν να έρθουν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα. 1) Στην εξωτερική πολιτική, ο Μακάριος προωθούσε τις σχέσεις της Κύπρου με τις αδέσμευτες χώρες και συμμετείχε μάλιστα τον Αύγουστο του 1961 στη Σύνοδο των Αδεσμεύτων Χωρών στο Βελιγράδι παρά τις αντιρρήσεις του Κιουτσούκ. 2) Στη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης, η Κυβέρνηση κωλυσιεργούσε στον διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα. Τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία δεν είχε επιτευχθεί ακόμη η προβλεπόμενη αναλογία και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων 3) Στη σύσταση και οργάνωση του στρατού, οι Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν συγκρότηση χωριστών στρατιωτικών σωμάτων μέχρι το επίπεδο του λόχου, ώστε να αποκλείσουν την παρουσία Ελληνοκύπριων στρατιωτών σε πληθυσμιακά αμιγείς περιοχές Τουρκοκυπρίων. Στο θέμα αυτό χρησιμοποίησε το δικαίωμα βέτο για πρώτη φορά ο Αντιπρόεδρος Κιουτσούκ. 4) Στο θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Τουρκίας επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων και τον γεωγραφικό διαχωρισμό του πληθυσμού ώστε να έχουν στα χέρια του κάποιους φορείς κρατικής εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν πρόσβαση οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και στο νέο Σύνταγμα είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις. Ωστόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις. Μετά από απόρριψη σχετικού νομοσχεδίου από τους Τουρκοκυπρίους, η Κυβέρνηση διαλύει στα τέλη του 1963 τους Δήμους, αναλαμβάνει την περιουσία τους και διορίζει Συμβούλια Βελτιώσεως στη θέση τους. 5) Στα δημόσια οικονομικά, στα οποία οι νόμοι έπρεπε να εγκριθούν με χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δύο κοινοτήτων, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία για τη θέσπιση μόνιμου φορολογικού καθεστώτος. Αντιπρότειναν προσωρινούς νόμους βραχύχρονης ισχύος, ώστε να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη επί άλλων ζητημάτων στο νέο κράτος αφήνοντας σε εκκρεμότητα το φορολογικό ζήτημα. Ο Μακάριος καλούσε τις φοροεισπρακτικές υπηρεσίες να συλλέγουν τους φόρους ανεξάρτητα από την έγκριση του σχετικού νόμου ενώ ο Ντενκτάς καλούσε, αντίθετα, τους Τουρκοκυπρίους να μην πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στις αρχές της Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων διαφωνιών ήταν τελικά να μην λειτουργούν κρίσιμοι τομείς κρατικής ευθύνης και κατ’ επέκταση το κράτος και το πολίτευμα. Στο μεταξύ ο Μακάριος, με δημόσιες δηλώσεις του δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς της Ζυρίχης αλλά και για την αποτυχία του ενωτικού αγώνα. Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να είχαν ως στόχο την ικανοποίηση του αισθήματος των οπαδών του, ενέτειναν όμως την καχυποψία των Τουρκοκυπρίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Ελληνοκυπρίων. Τουρκοκυπριακό σχέδιο Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963, στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του αντιπροέδρου Κιουτσούκ βρέθηκαν μυστικά έγγραφα που περιέγραφαν τα σχέδια των Τουρκοκυπρίων. Το πρώτο από αυτά είχε υποβληθεί στον αντιπρόεδρο και περιέγραφε ένα «εθνικό πλάνο» «για να αποκτήσουν» οι Τουρκοκύπριοι «την πλήρη ελευθερία τους». Μεταξύ άλλων, το έγγραφο χαρακτήριζε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό» που έγινε αποδεκτός επειδή «αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο» και επέτρεπαν στους Τουρκοκυπρίους να ετοιμαστούν ώστε «να εκμεταλλευθούν τις γκάφες και τα λάθη των Ελλήνων» περιμένοντας «τη μέρα που θα αποφασίσουν να καταγγείλουν τις συμφωνίες, οπότε θα αποκτήσουμε την πλήρη ελευθερία μας». Στο χρηματοκιβώτιο του Κιουτσούκ βρέθηκε και άλλο έγγραφο με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς. Το έγγραφο προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και προέβλεπε ότι «Οι Έλληνες ίσως καταγγείλουν ή προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το σύνταγμα». Το ενδεχόμενο αυτό θα έπρεπε να απαντηθεί από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με την «εγκαθίδρυση μιας Τουρκικής Δημοκρατίας». Μεταξύ άλλων βημάτων προβλεπόταν επίσης ότι «όταν αρχίσει η σύγκρουση, η διασκορπισμένη σ’ όλο το νησί τουρκική κοινότητα πρέπει να συγκεντρωθεί δια της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθεί να την υπερασπίσει». Η εγκαθίδρυση χωριστού κράτους συστήνεται όμως και για την περίπτωση που «οι Έλληνες συνεχίσουν την … de facto κατάργηση του συντάγματος». Στη συνέχεια εξετάζονται τρόποι ώστε «να κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη στους Έλληνες την εφαρμογή του συντάγματος σε κάθε τομέα» και προτείνεται επίσης «ν’ αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». Το έγγραφο κλείνει με τη βεβαιότητα πως θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα συνταγματική κρίση και πως «μέχρι τότε, οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ’ συτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους». Συνταγματική Κρίση – Τα «Δεκατρία Σημεία» Η κρίση πράγματι ξέσπασε στα τέλη του 1963. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας. Πριν ακόμα εκφράσει την άποψή της η τουρκοκυπριακή ηγεσία, έσπευσε η Τουρκική Κυβέρνηση στις 17 Δεκεμβρίου να επιδώσει έντονο και προσβλητικό υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία». Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της. Λόγω των βίαιων γεγονότων που ακολούθησαν, με καταλυτικές συνέπειες στην πορεία του Κυπριακού, η πρόταση των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο αναλύσεων και κριτικής αποτίμησης. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να τη θεωρούν λανθασμένη κίνηση, τόσο στον χρόνο που εκδηλώθηκε όσο και στην ουσία της. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε ο Μακάριος για την πρωτοβουλία του ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Στις 17 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία με τα ανάκτορα, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι παρατάθηκε η κυβερνητική αστάθεια στην Ελλάδα. Όταν έληξε, τον Φεβρουάριο του 1964, η Κύπρος βρισκόταν στη δίνη των διακοινοτικών ταραχών και των συνεπειών τους. Σε όσες διεθνείς διασκέψεις είχαν γίνει ως τότε για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση. Από την βρετανική πλευρά, ο Μακάριος έλαβε όχι μόνο την ενθάρρυνση του Ύπατου Αρμοστή (Πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο) Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος ενέκρινε τις προτάσεις του Μακαρίου, αλλά και ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα βοηθούσε να γίνουν δεκτές για συζήτηση στην Άγκυρα. Ωστόσο, η βρετανική θέση για το θέμα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο απλή όσο πίστεψε ή ήθελε να πιστέψει ο Μακάριος. Η κρίση του 1963-64 επέδρασε καταλυτικά στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος και είχε μακροχρόνιες συνέπειες που μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής σημεία:
Comments are closed.
|
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
|