ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ Λ. ΟΜΗΡΟΥ* Τις ημέρες που ακολούθησαν την τελευταία, προ της αυτοδιάλυσης της, συνεδρία της Βουλής υπήρξαν δηλώσεις και δημοσιεύματα επικριτικά για το γεγονός ότι σε αυτή την τελευταία συνεδρία κατά τρόπο βεβιασμένο και χωρίς προηγούμενη επαρκή συζήτηση και μελέτη υιοθετήθηκαν διάφορα νομοσχέδια και προτάσεις νόμου. Στην πραγματικότητα ωστόσο, τη μέγιστη ευθύνη για την επείγουσα συζήτηση και υιοθέτηση ορισμένων νομοσχεδίων δεν φέρει η Βουλή αλλά η Εκτελεστική Εξουσία η οποία κυριολεκτικά την υστάτη κατέθεσε ένα μεγάλο αριθμό νομοσχεδίων και κανονισμών ζητώντας την ψήφιση τους από το Σώμα.
Τέτοιες νομοθεσίες οι οποίες τελικά οδηγήθηκαν για ψήφιση στην ολομέλεια ήταν για παράδειγμα η νομοθεσία για τους εκτάκτους και τη μετατροπή τους σε αορίστου, η θεσμική και ογκώδης νομοθεσία για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων καθώς επίσης και οι κανονισμοί για τη λειτουργία των δημόσιων σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης που ρυθμίζουν το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα στο λυκειακό κύκλο των δημόσιων σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Άλλες νομοθεσίες βρίσκονταν ενώπιον των αρμοδίων Κοινοβουλευτικών Επιτροπών για πολλούς μήνες και μερικές για χρόνια. Όπως εκείνες για το «πόθεν έσχες», για το «ασυμβίβαστο», για την απαγόρευση των αποκρατικοποιήσεων μέχρι το 2017 και για το συμψηφισμό δανείων με αξιόγραφα. Το φαινόμενο επίρριψης ευθυνών στη Βουλή για ψήφιση νομοθεσιών δεν είναι ωστόσο πρωτόγνωρο. Υπήρξε και στο παρελθόν, με αναφορές περί «Κυβερνώσας Βουλής». Βεβαίως το Σύνταγμα προέβλεψε επαρκείς δυνατότητες άρσης κάθε πολιτειακής δυσλειτουργίας και θεραπείας τυχόν ασυμβατότητας νόμων με το Σύνταγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κέκτηται δικαίωμα αναπομπής οιουδήποτε Νόμου ενώπιον της Βουλής και αναφοράς στο Συνταγματικό Δικαστήριο με επίκληση ύπαρξης προνοιών αντισυνταγματικότητας. Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι το δικαίωμα αυτό του Προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και όχι κατά τρόπο που να δημιουργεί την εικόνα μιας διαρκούς αντιπαράθεσης Εκτελεστικής και Νομοθετικής Εξουσίας. Κάτι τέτοιο μοιραία είναι δυνατό να ανατρέψει τις αναγκαίες και ευαίσθητες ισορροπίες του πολιτεύματος και να οδηγήσει σε συνταγματική αρρυθμία. Σχέση πολιτών και Νομοθετικής εξουσίας Η συνεχής προσπάθεια απαξίωσης ακόμα και καταρράκωσης του κύρους και της αξιοπιστίας της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η Βουλή των Αντιπροσώπων αποτελεί την κατ’ εξοχήν έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Στο Συνταγματικό Δίκαιο και στην Επιστήμη της Πολιτειολογίας αναγνωρίζεται ότι ανάμεσα στις τρεις συντεταγμένες ανεξάρτητες εξουσίες που είναι ίσες, η νομοθετική εξουσία έχει προβάδισμα διότι στο σύνολο της σύνθεσης της στηρίζεται στη λαϊκή νομιμοποίηση. Στη λαϊκή εμπιστοσύνη. Το Κοινοβούλιο είναι η κιβωτός άσκησης και έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας. Και είναι γι’ αυτό που η ενδυναμωμένη και αποφασιστική συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στα πλαίσια του πολιτεύματος, συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας. Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία δεδομένου ότι η πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει και σε κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη Νομοθετική εξουσία. Γεγονός που συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία. Γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών γενικά προς την πολιτική διαδικασία και τους θεσμούς και ειδικότερα προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων, οδηγεί τους πολίτες σε φυγή και αποστασιοποίηση και σε μείωση της συμμετοχής, που είναι προϋπόθεση «εκ των ων ουκ άνευ» για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Η δημοκρατία όμως μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ωφέλιμα στη βάση της συμμετοχής των πολιτών. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στη δημοκρατία πραγματώνεται και διασφαλίζεται μόνο όταν λειτουργεί μια σχέση αντιπροσώπευσης και εμπιστοσύνης ανάμεσα στο λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Σε αυτή τη βασική προϋπόθεση, οικοδομείται όλο το θεσμικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τους τελευταίους αιώνες. Αν όμως η ύπαρξη πολιτικών φορέων είναι τυπική προϋπόθεση για τη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών είναι ουσιαστική προϋπόθεση δημοκρατικής αξιοπιστίας και νομιμοποίησης. Αυτό είναι το θεσμικό και ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, ο κάθε πολίτης, ο λαός ως συλλογικό υποκείμενο, μπορεί να εκφράσει τη βούληση του, να υπάρξει πολιτικά, να οργανώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να τις μετατρέψει σε κυβερνητική πολιτική ή σε αντιπολιτευτική πρόταση. Οι ιδεολογίες, η κοινωνία, η οικονομία, οι πάγιες γεωπολιτικές επιδιώξεις, η ιστορική συνείδηση κάθε έθνους και λαού εξακολουθούν να παράγουν προβλήματα και αντιθέσεις που μόνο η πολιτική μπορεί να εκφράσει και να αντιμετωπίσει. Αυτό είναι το μήνυμα της ιστορίας. Όποτε αυτό το μήνυμα διερράγη, το αποτέλεσμα υπήρξε καταστροφικό. Ωστόσο μέσα στη σημερινή βαθιά κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών και της κοινωνίας, η επιστροφή της πολιτικής ως ζωογόνου και καθαρτήριας διαδικασίας, ως «επιστήμης του καλού» μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εκ νέου επιστροφή των πολιτών. Οι οποίοι θα πρέπει να ενεργήσουν εξυγιαντικά και θεραπευτικά, αποκαθιστώντας την αξιοπιστία των θεσμών, του πολιτεύματος και της πολιτικής διαδικασίας. Η τυφλή άρνηση, ο γενικευμένος αφορισμός και η ισοπεδωτική επίθεση για υπεύθυνους και ευθύνες το μόνο που δεν εξυπηρετεί είναι τη δημοκρατία. Στρώνει δε το δρόμο σε ολοκληρωτικές αντιλήψεις. Η δε συνεχής απαξίωση της Νομοθετικής Εξουσίας στην οποία αποδίδονται συλλήβδην ευθύνες για κάθε δεινό της δημόσιας ζωής επιτείνει το φαινόμενο κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Τελικά σε δοκιμασία της ίδιας της δημοκρατίας. * Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|