ΓΡΑΦΕΙ Ο Χρίστος Α. Θεοδούλου* Τις τελευταίες ημέρες το πιο σημαντικό θέμα που απασχολεί την διεθνή επικαιρότητα είναι η τραγωδία της Μυανμάρ (Βιρμανία). Η τραγωδία αυτή είναι μια συνηθισμένη περίπτωση της Βρετανικής κατοχής που, όταν λήγει, αφήνει πίσω της διαμάχες μέσα στη χώρα. Αυτό συνέβη π.χ. όταν έφυγε η Βρετανική αυτοκρατορία από την Ινδία και ακολούθησε η διαμάχη μεταξύ των ινδουιστών και των μουσουλμάνων, που κατέληξε στη διχοτόμηση των Ινδιών, με δυο κράτη Ινδία και Πακιστάν. Αυτό συνέβη στην Ιρλανδία μεταξύ καθολικών και προτεσταντών και βέβαια στην Κύπρο. Η Μυανμάρ είναι μια κατά πλειοψηφία Βουδιστική χώρα. Την περίοδο της Βρετανικής αποικιακής κατοχής το 1826 οι Βρετανοί όταν κατάλαβαν το Αρακάν, την σημερινή πολιτεία της Rakhine που ήταν τότε κυρίως Βουδιστική, ενθάρρυναν την κάθοδο μουσουλμάνων χωρικών από το Ανατολικό μέρος της γειτονικής Βεγγάλης. Από τότε λοιπόν άρχισε η διαμάχη μεταξύ Βουδιστών και Μουσουλμάνων σ’ αυτό το μέρος της Μυανμάρ. Οι Μουσουλμάνοι είναι μια μειονότης ονομαζόμενη Rohingya.
Οι Βρετανοί λοιπόν φύτεψαν τους σπόρους της διχόνοιας μεταξύ των δυο στοιχείων που συνέχισαν αργότερα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αύξησε την κρίση μεταξύ των δυο πληθυσμών. Όπως είναι το συνήθειο τους, οι Μουσουλμάνοι δημιούργησαν θυλάκους σε μέρη που μέχρι τότε οι βουδιστές είχαν την πλειοψηφία. Κατά την Ιαπωνική κατοχή οι διαμάχες συνεχίστηκαν. Με την ανεξαρτησία του 1948 οι Μουσουλμάνοι θέλησαν να δημιουργήσουν μια «πολιτεία ανεξάρτητη» μέσα στη Μυανμάρ. Από τότε οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποίησαν το όνομα Rohingya. Η μειονότητα αυτή συνέχισε να πολεμά τους Βουδιστές που επίσης απαντούσαν. Η απάντηση των Βουδιστών φαίνεται ότι ήταν τουλάχιστον βίαιη. Ο στρατός της Μυανμάρ, η οποία από 50 χρόνια είναι στρατιωτικό καθεστώς, απάντησε με σκληρό τρόπο. Υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες. Φαίνεται όμως ότι στις 25 Απριλίου 2017 οι Rohingya επετέθησαν εναντίον αστυνομικών σταθμών στην Βόρεια Rakhine, σκοτώνοντας 12 πρόσωπα. Η απάντηση όμως του καθεστώτος φαίνεται ότι ήταν περισσότερο από υπερβολική. Περίπου 300 χιλιάδες Rohingya διέφυγαν στην Bangladesh και συνεχίζουν να διαφεύγουν. Η κατάσταση είναι βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, συγκεχυμένη. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως π.χ. η Διεθνής Αμνηστία, το Human Rights Watch, κινητοποιήθηκαν καταδικάζοντας το καθεστώς της Μυανμάρ και καλώντας εις βοήθεια για τους Rohingya. Το ίδιο και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (βλ. π.χ. Le Monde, ημερ. 7 Σεπτεμβρίου και 14 Σεπτεμβρίου 2017, σελ. 1). Ο Ύπατος Αρμοστής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Zeid Raad Al Hussein, επενέβη επίσης και ζήτησε από την Μυανμάρ να σταματήσει την «σκληρή στρατιωτική επιχείρηση» στην Πολιτεία Rakhine. Το πρόβλημα όμως είναι, δυστυχώς, πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Η πρώτη ερώτηση είναι η στάση της κας. Aung San Suu Kyi (Αung): Η τελευταία, η ήρωας της Μυανμάρ και ο υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία έχει τιμηθεί με το Νόμπελ Ειρήνης το 1991 για τους αγώνες της εναντίον του καθεστώτος των στρατιωτικών, μένει σιωπηλή και αινιγματική σχετικά με τη διαμάχη. Η κα. Aung είναι από το 2015 η de facto αρχηγός της κυβέρνησης της Μυανμάρ και επίσης υπουργός των εξωτερικών. Άραγε διευθύνουν ακόμα οι στρατιωτικοί; Σίγουρα, όμως, υπάρχουν στη χώρα περισσότερα προβλήματα απ’ ό,τι μια ανθρωπιστική υπόθεση. Φαίνεται ότι στην ουσία είναι πρόβλημα που υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές, καθώς και εξωτερικοί παράγοντες. Πολλές χώρες κατηγορούν την κα. Aung, αλλά οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει διέξοδος και βέβαια το κόστος το πληρώνει ο απλός λαός, Μουσουλμάνοι και Βουδιστές. *Δικηγόρος, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών & Διεθνών Σχέσεων (Η.Ε.Ι, Γενεύης, Ελβετίας), c.a.theodoulou@cytanet.com.cy
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|