Η αγαπημένη μικρότερη αδερφή του Κριστιάν Ντιόρ ενέπνευσε το πιο διάσημο άρωμά του και ήταν ηρωίδα της Γαλλικής Αντίστασης. Στο βιβλίο της για την Κατρίν Ντιόρ με τίτλο «Miss Dior: A Story of Courage and Couture» η δημοσιογράφος, συγγραφέας Τζαστίν Πικαρντί προσφέρει μία αναλυτική βιογραφία της αδερφής του διάσημου Γάλλου μόδιστρου, η οποία δεν έγραψε τα απομνημονεύματά της προτιμώντας οι πράξεις να μιλούν από μόνες τους. Μεγαλωμένη στο κτήμα της οικογένειας στη Νορμανδία, η Κατρίν μετακόμισε με τον αδερφό της στο Παρίσι το 1936. Μετά την πτώση της Γαλλίας το 1940, τα αδέλφια έζησαν σε ένα χωριό κοντά στις Κάννες, καλλιεργούσαν λαχανικά και τα πωλούσαν και συναναστρέφονταν με άλλους εξόριστους Παριζιάνους. Το 1941, ενώ αγόραζε ένα ραδιόφωνο με μπαταρία για να ακούει τις εκπομπές του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ από το Λονδίνο, η Κατρίν συνάντησε τον ηγέτη της Γαλλικής Αντίστασης Ερβέ ντε Σαρμπονερί.Οι δυο τους ερωτεύτηκαν και η Κατρίν έγινε ενεργό μέλος της Αντίστασης, συντάσσοντας εκθέσεις για τις γερμανικές επιχειρήσεις, τις οποίες παρέδιδε στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τη Γκεστάπο τον Ιούλιο του 1944, κρατήθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ και Μάρκλιμπεργκ και επέζησε από πορεία θανάτου τον Απρίλιο του 1945. Ωστόσο, σχεδόν ποτέ δεν μίλησε για τις εμπειρίες της κατά τον πόλεμο.Στη βιογραφία της Τζαστίν Πίκαρντι προβάλλονται ενδιαφέρουσες πλευρές σχετικά με την αρωματοποιία, τη συνεργασία μεταξύ των γαλλικών οίκων μόδας και των ναζί, αλλά και ο αδιάσπαστος αδελφικός δεσμό. Όταν ο γάλλος σχεδιαστής παρουσίασε την πρώτη του συλλογή στο Παρίσι το 1947, άλλαξε τη μόδα για πάντα. Το «New Look» του Dior δημιούργησε ένα εντυπωσιακό, ρομαντικό όραμα για τη θηλυκότητα, την πολυτέλεια και τη χάρη. Μια γυναίκα αποτέλεσε την έμπνευση για το όραμα του Ντιορ περισσότερο από κάθε άλλη: η αδερφή του, η οποία έζησε μία ήσυχη ζωή μακριά από τον κόσμο της μόδας σε μία φάρμα στην Προβηγκία με τριανταφυλλιές. Η συγγραφέας, που είχε πρόσβαση στα αρχεία του οίκου Dior και τις κατοικίες της οικογένειας εξερευνά τι σημαίνει να πιστεύεις στην ομορφιά και την ελπίδα, παρ΄ότι γνωρίζεις το σκοτάδι και την απόγνωση και ανακαλύπτει τη διαχρονική παρηγοριά του φυσικού κόσμου μετά από καταστροφή και και αφανισμό, αναφέρεται στην περίληψη του βιβλίου. Το βιβλίο «Miss Dior: A Story of Courage and Couture» θα κυκλοφορήσει σύμφωνα με το ΑΠΕ από τον οίκο Farrar, Straus and Giroux τον προσεχή Οκτώβριο.
0 Comments
Γαλλίδα μοδίστρα και επιχειρηματίας, που κυριάρχησε για σχεδόν έξι δεκαετίες στον κόσμο της γυναικείας υψηλής ραπτικής, εισάγοντας επαναστατικές καινοτομίες, με δημιουργίες που θεωρούνται κλασικές. Καθιέρωσε το ύφασμα ζέρσεϊ, το ταγιέρ, το άνετο παντελόνι, τα κοντά σε γραμμή «καρέ» μαλλιά, τα αδιάβροχα, τα πουλόβερ με γυριστό λαιμό, τα φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα και το απλό μαύρο φόρεμα. Η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ (Gabrielle Bonheur Chanel) γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1883 στο Σομίρ της Δυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας της, Αλμπέρ Σανέλ, ήταν περιοδεύων πωλητής ρούχων και εσωρούχων και η μητέρα της, Εζενί Ντεβόλ, πλύστρα σ’ ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για απόρους. Μετά το θάνατο της μητέρας της μπήκε εσωτερική σ’ ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, όπου έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής. Όταν δεν έπιανε τη βελόνα για να ράψει, τραγουδούσε σ’ ένα κλαμπ στο Μουλέν, όπου σύχναζαν αξιωματικοί του ιππικού. Εκεί ήταν που της κόλλησαν το χαϊδευτικό Κοκό (Coco), με το οποίο έγινε γνωστή τα επόμενα χρόνια. Το Κοκό, σύμφωνα με τους βιογράφους της, μπορεί να προέρχεται από τα δημοφιλή τραγούδια εκείνης της εποχής «Ko Ko Ri Ko» και «Qui qu'a vu Coco» ή ακόμα και από τη λέξη cocotte (κοκότα). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, που κυκλοφορούσε την εποχή της μεγάλης της δόξας στα παρισινά σαλόνια, η Σανέλ αποκλήθηκε Κοκό, επειδή διοργάνωσε τα καλύτερα πάρτι στο Παρίσι, όπου προσφερόταν άφθονη κοκαΐνη. Ή ίδια ήταν γνωστό ότι ήταν εθισμένη στις ναρκωτικές ουσίες και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της χρήστρια μορφίνης. Το 1906 σ’ ένα κλαμπ, όπου εμφανιζόταν, γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού και γόνο πλούσιας οικογένειας υφαντουργών, με τον οποίο πέρασε τρία χρόνια πλούσιας και τρυφηλής ζωής. Το 1909 δημιούργησε σχέση με τον φίλο του Μπαλσάν, τον άγγλο λογαχό Μπόι Κέιπελ, επίλεκτο μέλος της αγγλικής υψηλής κοινωνίας, ο οποίος χρηματοδότησε και τα πρώτα της σχέδια στον κόσμο της μόδας. Η σταδιοδρομία της Σανέλ στον κόσμο της μόδας ξεκίνησε το 1913, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το τραγούδι, στο οποίο, όπως διαπίστωσε κι η ίδια, δεν είχε καμία τύχη. Άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στη Ντοβίλ, στο οποίο πουλούσε καπέλα που έφτιαχνε η ίδια. Σύντομα άρχισε να σχεδιάζει πουλόβερ, φούστες και διάφορα αξεσουάρ και να χρησιμοποιεί το ζέρσεϊ. Το 1914 άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Παρίσι και το 1916 ίδρυσε τον οίκο υψηλής ραπτικής «Chanel». Μέσα σε πέντε χρόνια είχε επιβληθεί, προκαλώντας επανάσταση στο γυναικείο ντύσιμο, με ένα απλό και άνετο στυλ, που ο συνεταίρος της Πολ Πουαρέ αποκαλούσε «φτωχοπροδρομισμό πολυτελείας» («le misérabilisme de luxe»). Η απλότητα και η άνεση των ρούχων της τονίζονταν από τα ασυνήθιστα τότε φαντεζί ψεύτικα κοσμήματα. Επέβαλε τα μάλλινα ρούχα, το φόρεμα - σεμιζιέ, το απλό μαύρο φόρεμα, την κοντή πλισέ φούστα, το πανταλόνι για πρωινή και βραδινή εμφάνιση. Το 1926 σχεδίασε το πρώτο της ταγιέρ, ενώ από το 1922 είχε συνδυάσει τις δημιουργίες της με το άρωμα «5». Το 1935 άρχισε να παράγει υφάσματα ζέρσεϊ σε δικό της εργοστάσιο. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Οίκος της ήταν από τους μεγαλύτερους στο Παρίσι, με κύκλο εργασιών 120 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων της εποχής και οι επιχειρήσεις της (οίκος μόδας, εργοστάσιο υφασμάτων, εργαστήρια παραγωγής αρωμάτων και κοσμημάτων) απασχολούσαν 3.500 άτομα. Το 1938 αποσύρθηκε και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία έκλεισε τις επιχειρήσεις και άφησε στο δρόμο χιλιάδες εργαζομένους. Κατηγορήθηκε για σχέσεις με τους Ναζί, αλλά η εις βάρος της δικαστική έρευνα δεν προχώρησε μετά το τέλος του πολέμου. Πάντως, ήταν γνωστή η ερωτική της σχέση με τον στρατηγό των Ες-Ες Βάλτερ Σέλενμπεργκ. Το 1954 επανήλθε στο προσκήνιο της υψηλής ραπτικής, όταν παρουσίασε ολοκληρωμένο το κλασικό «ταγιέρ Σανέλ», με την κομψή, άνετη φούστα και τη χαρακτηριστική ζακέτα χωρίς πέτα, φινιρισμένη με σειρήτια. Η Κοκό Σανέλ πέθανε στο Παρίσι στις 10 Ιανουαρίου 1971, σε ηλικία 87 ετών. Ο Οίκος της εξακολούθησε να λειτουργεί και μετά το θάνατό της, παραμένοντας πιστός στην παράδοση του «στυλ Σανέλ». Το 1977 δημιουργήθηκε η πρώτη συλλογή σινιέ έτοιμων ενδυμάτων (πρετ -α- πορτέ), με προορισμό την αγορά των ΗΠΑ. Τον επόμενο χρόνο άνοιξε το πρώτο κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στο Παρίσι και τα επόμενα χρόνια σε πολλές χώρες του κόσμου. (SanSimera.gr) |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|