Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο διάστημα σχετικά με εξοπλιστικές επιλογές της Ελλάδας στο πλαίσιο της προσπάθειας στρατιωτικής ενίσχυσης της χώρας, η οποία ξεκίνησε μετά την ελληνοτουρκική κρίση του 2020. Η στρατιωτική ισχύς αποτελεί βασικό μέγεθος της συνολικής ισχύος ενός κράτους. Εν γένει, οι στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους επιδρούν στις διμερείς και πολυμερείς του σχέσεις όταν υπάρχουν, προβάλλονται και προφανώς χρησιμοποιούνται, αυξάνοντας τον βαθμό αυτονομίας της εξωτερικής του πολιτικής και επηρεάζοντας την πολιτική των άλλων κρατών που εμπλέκονται σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο.
TOY ΔΡ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΙΩΓΑ ΠΗΓΗ huffingtonpost.gr Είναι γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία η χρήση στρατιωτικών μέσων έχει γίνει όχι μόνο πιο συχνή, αλλά και σχετικά πιο ανεκτή από τη διεθνή κοινότητα. Η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά το 2016 χρησιμοποιεί συχνότερα, εκτενέστερα και αμεσότερα την στρατιωτική της ισχύ για την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής όπως καταμαρτυρούν οι επιχειρήσεις της στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επίσης, δραστηριοποιείται εντονότερα στο πεδίο της αμυντικής και στρατιωτικής διπλωματίας μέσω της εγκαθίδρυσης στρατιωτικών βάσεων στο Κατάρ, τη Σομαλία, το Σουδάν, τη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη και αυξάνει διαρκώς τις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού σε δεκάδες χώρες ενισχύοντας τα ερείσματά της. Όσον αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα –πέραν της παράνομης εισβολής και κατοχής του ενός τρίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας– τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει προκαλέσει τέσσερις μείζονες ελληνοτουρκικές κρίσεις (1976, 1987, 1996 και 2020) και με απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης την απειλεί με πόλεμο αν επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα πέραν των 6 ν.μ. στο Αιγαίο. Αβίαστα λοιπόν προκύπτει το συμπέρασμα πως η στρατιωτική ισχύς έχει αναβαθμιστεί σε βασικό εργαλείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Γεγονότα εν πολλοίς γνωστά αλλά μάλλον δυσερμήνευτα για όσους θεωρούν την Τουρκία χώρα που θα επιλέξει την οδό του διεθνούς δικαίου και την υποχρέωση ειρηνικής επίλυσης των διακρατικών διαφόρων έναντι της χρήσης βίας, αν αυτό επιβάλλει το συμφέρον της και το επιτρέπει η κατανομή ισχύος. Κατά το πρόσφατο παρελθόν, κυριαρχούσε σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας η –περιορισμένης ερμηνευτικής αξίας– άποψη πως η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ερείδεται στις εξαγωγικές στοχοθεσίες των νατοϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Διαχρονικά, η εξοπλιστική πολιτική της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία διακρίνεται από αμφισημία. Μετά από κάθε ελληνοτουρκική κρίση η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση δρομολογεί διαδικασίες ενίσχυσης των στρατιωτικών της δυνατότητων. Σταδιακά όμως η προσπάθεια ατονεί, απόρροια της μάλλον κοινωνικής και πολιτικής απροθυμίας αυξημένων αμυντικών δαπανών, της εμπεδωμένης αν και μη επαληθεύσιμης κουλτούρας της πολιτικής ελίτ ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός δύναται να εκλείψει πρωτίστως με διπλωματικά μέσα καθώς και των κοινών δυστοκιών και παθογενειών που παρουσιάζονται στο σύνολο των δημοσίων πολιτικών. Αν και σταδιακά –και τραυματικά– κατανοήσαμε ότι η προοπτική εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων με την Τουρκία περνά μέσα κι από την στρατιωτική ισορροπία ισχύος, στην παρούσα συγκυρία επανακάμπτουν οι κυρίαρχες αντιλήψεις διπλωματικής (αυθ)υπέρβασης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και οι τάσεις απομείωσης της όλης προσπάθειας βελτίωσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας.
0 Comments
Leave a Reply. |
Archives
October 2024
CategoriesClick to set custom HTML
Click to set custom HTML
|