ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Η κατάρρευση των συνομιλιών είναι μία μεγάλη ευκαιρία να απεγκλωβιστούμε από τη λογική που μας οδήγησε σταδιακώς σε διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις τονίζει σε συνέντευξη του στη «ΜΑΧΗ» ο Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών. Υπογράμμισε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και να επανέλθουμε στη βάση του Ενιαίου Κράτους. Απορρίπτει τα πλαίσιο Γκουτέρες ως βάση για λύση γιατί κινείται στην ίδια λογική που δε οδήγησε σε λύση εδώ και 43 χρόνια και προσθέτει πως θα πρέπει να μεθοδευτεί η στρατηγική για αλλαγή του επιδιωκόμενου στόχου.
Ως κάποια βήματα στη νέα στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η πλευρά μας ο κ. Ιακώβου αναφέρει την επαναλειτουργία του Δόγματος του Ενιαίου στρατηγικού Χώρου, την περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών μας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και τη διπλωματική εκμετάλλευση της επιδείνωσης των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. «Πρέπει η δική μας πλευρά να κινηθεί με δική της στρατηγική χωρίς να νοιώθει την ανάγκη ότι συνεχώς θα πρέπει να δίδει διαπιστευτήρια καλής συμπεριφοράς στην Τουρκία και τον εντολοδόχο της», υπογράμμισε για να επισημάνει ότι θέλουμε λύση δίκαιη και βιώσιμη και όχι την όποια λύση, την οποία να επιβάλλει ο ρεαλισμός των τουρκικών όπλων. -Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στον Κραν Μοντανά και ενόψει των Προεδρικών εκλογών στην Κύπρο δεν φαίνεται στον ορίζοντα επανέναρξη των συνομιλιών. Πώς εκτιμάτε ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση; Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού προβλήματος δεν είναι μόνο νεκρές αλλά και μαζί τους έχει καταρρεύσει και η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίχθηκε η δική μας πλευρά για την επίλυση του προβλήματος. Μετά από πολύχρονη παραμονή στον αναπνευστήρα του ΟΗΕ, οι προ πολλού κλινικά νεκρές δι-κοινοτικές συνομιλίες εξέπνευσαν στο Κράνς Μοντάνα τον περασμένο Ιούλιο, παρά την επιστράτευση των ταχυδακτυλουργικών δεξιοτήτων του Έσπεν Μπαρθ Έιντε και των εξωφρενικών υποχωρήσεων του Νίκου Αναστασιάδη. Στην Κύπρο του 2017 επειδή κάποιοι θεωρούν ότι είμαστε «ένοχοι» για το ό,τι συνέβη το 1974 μάς συμβουλεύουν να αυτοκτονήσουμε. Με άλλα λόγια το να υποστηρίζεις λύση «δίκαιη» και «βιώσιμη» στη βάση ενός «εντίμου» συμβιβασμού σημαίνει κατ’ ανάγκη υποτέλεια και συρρικνώσεις κυριαρχίας. Όπως για παράδειγμα, να υποστηρίζεις μία λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού της Κύπρου, με παραχωρήσεις μάλιστα αριθμητικής ισότητας ή ακόμη συγκυριαρχίας στην κεντρική κυβέρνηση και να παζαρεύεις την εκ περιτροπής προεδρία αλλά αυτή τη λύση να την ονομάζεις «επανένωση» και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι αυτό αποτελεί υλοποίηση του στρατηγικού σου στόχου, δηλαδή της απελευθέρωσης της πατρίδας σου από την Τουρκία. Συνεπώς, η κατάρρευση των συνομιλιών είναι μία μεγάλη ευκαιρία να απεγκλωβιστούμε από αυτή τη λογική που μας οδήγησε σταδιακώς σε διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις. -Το πλαίσιο Γκουτέρες, το οποίο αποδέχθηκε η πλευρά μας στο Κραν Μοντάνα, είναι μια καλή βάση για το επιδιωκόμενο πλαίσιο λύσης; Σαφέστατα όχι διότι κινείται πάνω στην ίδια λογική που δεν οδήγησε σε λύση το πρόβλημα μας εδώ και 43 χρόνια. Είναι αναγκαίο να ξεφύγουμε από αυτή τη βάση. Δεν είναι εύκολο πράγμα αλλά θα πρέπει να μεθοδευτεί με στρατηγική. Οι διεθνείς πιέσεις, ιδιαίτερα από τον ΟΗΕ, τις οποίες δέχεται η τουρκική πλευρά είναι οριοθετημένες, γεγονός που της επιτρέπει να θέτει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις χωρίς σοβαρό κόστος. Ήδη η Τουρκία παρουσιάζει επικοινωνιακά τις πρόσφατες διασκέψεις ως υποχώρηση και θεωρεί ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει η ελληνική πλευρά να αποδείξει ότι θέλει λύση. Στα 43 χρόνια που έχουν περάσει από την εισβολή, η ελληνική πλευρά έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια υποχωρήσεων. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε αδιέξοδο με την πλάτη στον τοίχο. Από τη μια θα πρέπει να δείξει τη μεγίστη ευελιξία, προκειμένου να μη δώσει προσχήματα στο διεθνή παράγοντα για να επαναλάβει την πρακτική του 2004 που της καταλόγισε την ευθύνη για την απόρριψη του σχεδίου λύσης του ΟΗΕ. Στην κατάσταση που έχει περιέλθει σταδιακά η ελληνική πλευρά, είναι πλέον διάχυτος ο φόβος ότι ένα νέο δημοψήφισμα εάν απορριφθεί δημοκρατικά από το λαό θα ανατρέψει στρατηγικούς στόχους που αφορούν οποιουσδήποτε άλλους εκτός από την ελληνοκυπρίους οι οποίοι θα κληθούν εκ νέου να πληρώσουν το κόστος της «απόρριψης της λύσης». -Η Τουρκία και ο εντολοδόχος της στα κατεχόμενα, Ακιντζί, λένε ότι από δω και πέρα θα αναζητήσουν μεθόδους εκτός των παραμέτρων του ΟΗΕ. Έχετε αντιληφθεί τι θέλουν ή τι ετοιμάζουν; Εδώ και δύο χρόνια κάποιοι εντός της ελληνικής πλευράς απολυτοποίησαν στην σκέψη και στην πρακτική τους τον Μουσταφά Ακιντζί, ως τον δήθεν αυτόνομο, ως την εσχάτη ελπίδα, στον οποίο επένδυσαν τους ευσεβοποθισμούς τους για μία «δίκαιη» και «βιώσιμη» λύση. Τα ίδια βεβαίως ακούαμε και για τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ προ μερικών ετών. Η εσχάτη όμως πλάνη χείρων της πρώτης. Αποδεικνύεται, όπως και οι προηγούμενοι κατοχικοί ηγέτες, ως μία άλλη εκδοχή της έκφρασης της τουρκικής στρατηγικής στοχοθεσίας στο Κυπριακό. Είναι ο Τούρκος πολιτικός, ο οποίος με τη ρητορική του ξεγέλασε πολλούς σε βαθμό που ταύτισαν το επαναπροσεγγιστικό τους όραμα με το δικό του. Και τώρα που έπεσε η μάσκα … τι μέλλει πράξαι; Το σίγουρο είναι ότι το απόλυτο πολιτικό τους ίνδαλμα αποτελεί την τροχοπέδη για την υλοποίηση του οράματος για δική τους «λύση». Πρέπει η δική μας πλευρά να κινηθεί με δική της στρατηγική χωρίς να νοιώθει την ανάγκη ότι συνεχώς θα πρέπει να δίδει διαπιστευτήρια καλής συμπεριφοράς στην Τουρκία και τον εντολοδόχο της. -Υπάρχει η θέση ότι πρέπει να αλλάξουμε στρατηγική, θέση την οποία ασπάζεστε κι εσείς, όπως αντιλαμβανόμαστε. Ποια θα είναι αυτή η νέα στρατηγική ώστε να φέρει αποτελέσματα; Οι επιλογές ενός λιγότερο ισχυρού κράτους στις σχέσεις του με τα ισχυρότερα κράτη δεν περιορίζονται μόνον μεταξύ υποταγής/υποτέλειας και ρήξης/απομόνωσης. Το ζήτημα που τίθεται για μία λιγότερο ισχυρή χώρα στις σχέσεις της με τις ισχυρές είναι το πως αγωνίζεται επιτυχώς για ισότιμες και ισόρροπες σχέσεις. Με την αποτυχία των συνομιλιών στην Ελβετία είναι αναγκαίο να αλλάξει η βάση πάνω στην οποία συζητούμε από το 1977 τη λύση. Με άλλα λόγια θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και να επανέλθουμε στη βάση του Ενιαίου Κράτους. -Ο χρόνος εδραιώνει τα τετελεσμένα και τα κατεχόμενα ολοένα και περισσότερο γίνονται εξαρτώμενα από την Τουρκία. Αυτό τι ρόλο παίζει στην προσπάθεια για λύση. Βεβαίως μας ανησυχεί το ενδεχόμενο τουρκοποίησης των κατεχομένων, αλλά περισσότερο μας ανησυχεί μία κακή λύση να μην τουρκοποιήσει και τις ελεύθερες περιοχές. Αν Τουρκία δεν βιάζεται για καλή λύση, δεν σημαίνει ότι εμείς θα βιαζόμαστε για κακή λύση, για λύση εθνικής αυτοκτονίας. Θέλουμε λύση δίκαιη και βιώσιμη και όχι την όποια λύση, την οποία να επιβάλλει ο ρεαλισμός των τουρκικών όπλων. Θέλουμε λύση δίκαιη και βιώσιμη αλλά όχι λύση που να δίδει ρόλο στην Τουρκία μετά τη λύση. Θέλουμε δίκαιη και βιώσιμη λύση και όχι λύση που αντί για επιστροφή στην κατεχόμενη γη μας θα δίδει την ευκαιρία σε λίγους να αποκτήσουν εξοχικά στο τουρκικό συνιστών κρατίδιο. Τα 43 χρόνια των δικοινοτικών συνομιλιών μας προσφέρουν ένα συσσωρευμένο προηγούμενο για να αποτιμήσουμε αναλυτικώς την αξιοπιστία και αποδοτικότητα αυτής της πολιτικοδιπλωματικής τακτικής. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η επιλογή αυτή είχε ως πρώτο αποτέλεσμα να προσδώσει στην Τουρκία το πλεονέκτημα τακτικής που από την αρχή επεδίωξε, δηλαδή την αλλαγή του νομικού πλαισίου του προβλήματος όπως αυτό διεμορφώθη το 1974 με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Με άλλα λόγια η Τουρκία καταφέρνοντας να παρουσιάσει το πρόβλημα ως δικοινοτικό και όχι ως πρόβλημα εισβολής–κατοχής πέτυχε σταδιακώς και μακροπροθέσμως τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου που στην περίπτωση αυτή σαφώς ευνοούσαν την ελληνική πλευρά. Μετά τον παραμερισμό των κανόνων δικαίου τα κριτήρια λύσης κατέστησαν κατ’ ανάγκην εμπειρικά, πολιτικά, περιστασιακά και μη υποκείμενα σε προδιαγεγραμμένους κανόνες ευθυδικίας. Μέσα στο ασαφές αυτό πλαίσιο των δικοινοτικών διαπραγματεύσεων, έξω από τη διεθνή νομική δημοσιότητα, και με την ελληνική πλευρά να μην έχει συγκεκριμένη στρατηγική, το δίκαιο του ισχυροτέρου που στηρίζεται στη λογική του στρατηγικού καταναγκασμού, μέσω εκβιασμών και τετελεσμένων γεγονότων, απέκτησε μοιραίως και αναποφεύκτως τον πρωταρχικό ρόλο. -Πώς θα επιφέρουμε το λεγόμενο κόστος στην Τουρκία ώστε να αλλάξει τα σχέδιά της; Είναι αναγκαία μία νέα πορεία που θα στηρίζεται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική λύσης και όχι σε αυτοσχεδιασμούς και παλινδρομήσεις. Συνέχιση της ίδιας υποχωρητικής πολιτικής θα μας οδηγήσει είτε σε τουρκική λύση είτε σε παράταση της κατοχής και της διχοτόμησης, με ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμα και της προσάρτησης. Κατά τη γνώμη μου κάποια πρώτα βήματα θα ήταν η επαναλειτουργία του Δόγματος του Ενιαίου στρατηγικού Χώρου, η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών μας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και η διπλωματική εκμετάλλευση της επιδείνωσης των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ. -Οι σχέσεις Ε.Ε-Τουρκίας βρίσκονται σε άσχημο επίπεδο λόγω της στάσης του Ερντογάν. Συζητείται τώρα αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και όχι ένταξη. Αυτό πώς μπορεί να το αξιοποιήσει η πλευρά μας. Ο Ερντογάν πριν από δέκα χρόνια, επεδίωκε περιορισμό της Κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας και ανάδυση του ισλαμικού κόμματος, που αποτελούσε τον κινητήριο μοχλό της τουρκικής πολιτικής, επικαλείτο διαρκώς τις ευρωπαϊκές αξίες. Ήταν η ασπίδα του αδυνάτου τότε Ερντογάν έναντι του ηγεμονικού ρόλου της Κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας. Δεν ήταν τίποτε άλλο από τακτικισμός και τυχοδιωκτική προσέγγιση από τον Ερντογάν. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο από ποτέ. Δεν πιστεύω ότι ο Ερντογάν θα εγκαταλείψει πλήρως το ευρωπαϊκό χαρτί, επειδή του δίνει κάποια πλεονεκτήματα. Συνεπώς θα πρέπει η δική μας πλευρά να προχωρήσει σε μία γενική διπλωματική αντεπίθεση και να διασυνδέσει την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία με την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου στην Κύπρο.
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
February 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|