ΤΗΣ ΑΝΝΙΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χρόνο με τον χρόνο οι πρόσφυγες που καταφθάνουν στο νησί μας, ζητώντας άσυλο και μια δεύτερη ευκαιρία ζωής αυξάνονται. Από το 2002 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018 έχουν αιτηθεί άσυλο/διεθνή προστασία στη χώρα μας 67.730 άνθρωποι. Μπορεί οι αριθμοί των προσφύγων που καταφεύγουν στη χώρα μας να έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, σύμφωνα με την εκπρόσωπο ενημέρωσης της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, Αιμιλία Στροβολιδου, οι εν λόγω αριθμοί συγκριτικά με άλλες χώρες δεν είναι ανησυχητικά μεγάλοι. Άλλες χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες από την Κύπρο λαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο. Για παράδειγμα, από τα 5,5 τα εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων που έχουν καταφύγει τα τελευταία 7 χρόνια στις γειτονικές κυρίως χώρες, τα 3,5 εκατομμύρια είναι στην Τουρκία και οι υπόλοιποι στο Λίβανο και την Ιορδανία. Η κατάσταση στην Κύπρο, όπως μας είπε, είναι διαχειρίσιμη – δεν πρόκειται για κρίση κι ούτε πρέπει ν’ αφεθεί να οδηγηθεί σε τέτοιο σημείο. Οι βασικές χώρες καταγωγής αιτητών ασύλου στην Κύπρο είναι η Συρία, Ινδία, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Αίγυπτο, Βιετνάμ, Ιράκ, Καμερούν, Γεωργία και Σρι- Λάνκα.
Πρόσφυγες και μετανάστες Στην Κύπρο φθάνουν ανθρώπων δύο … ταχυτήτων, οι πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη χώρα τους επειδή διατρέχουν κίνδυνο τόσο οι ίδιοι όσο και οι οικογένειες τους και οι οικονομικοί μετανάστες, των οποίων δεν κινδυνεύει η ζωή τους αλλά αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Αυτή η κατηγορία ανθρώπων, μεταναστεύει είτε επειδή ελπίζει σε καλύτερες συνθήκες εργασίας, είτε για προσωπικούς λόγους και μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα τους όποτε αυτοί το επιθυμούν. Οι πρόσφυγες δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα τους λόγω πολέμου και διώξεων. Σύμφωνα με την κ. Στροβολίδου, ο αιτητής ασύλου δύναται ν’ αναγνωριστεί ως πρόσφυγας είτε ως δικαιούχος καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ή μπορεί να απορριφθεί η αίτηση του. Για να αναγνωριστεί ένας αιτητής ασύλου ως πρόσφυγας, πρέπει να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια που καταδεικνύουν εξατομικευμένο φόβο δίωξης. Αν ο φόβος για τη ζωή του δεν οφείλεται σε λόγους φυλής ή καταγωγής ή πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων ή επειδή ανήκει σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, αλλά οφείλεται σε γενικευμένη κατάσταση πολέμου και βίας στη χώρα, τότε δίδεται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Στο μεταξύ, όπως είπε η κ. Στροβολίδου, τα άτομα με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δεν δικαιούνται να κάνουν αίτηση για οικογενειακή επανένωση. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα επειδή η οικογένεια είναι βασικό στήριγμα στη ζωή του πρόσφυγα και βασική προϋπόθεση για να ξαναχτίσει τη ζωή του με ασφάλεια». Στην αναμονή πολλά χρόνια Σύμφωνα με την κ. Στροβολίδου, οι αιτητές ασύλου, περιμένουν πολλά χρόνια μέχρι να εγκριθεί η αίτηση τους και να τους δοθεί η άδεια παραμονής. Αυτό είναι ένα «αγκάθι» για την κοινωνία μας γενικότερα. Όπως μας είπε, «ο μέσος όρος εκδίκασης αίτησης ασύλου είναι 3-5 χρόνια. Δεν θα έπρεπε να ήταν τόσο χρονοβόρες αυτές οι διαδικασίες. Η νομοθεσία λέει ότι πρέπει να εξετάζονται μέσα σε έξι μήνες οι αιτήσεις ασύλου. Αυτό λέει και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Μόνο σε κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις που χρειάζεται να γίνει πιο μεγάλη και ουσιαστική έρευνα μπορεί να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους 21 μήνες. Η διαδικασία θα πρέπει να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατό, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που είναι ξεκάθαρο ότι οι άνθρωποι αυτοί, δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω στη χώρα τους και πρέπει να τους δοθεί ένα καθεστώς προστασίας» σημείωσε η κ. Στροβολίδου. «Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος ασύλου και διαφανεί μετά από δίκαιες διαδικασίες ότι δεν κινδυνεύει αυτός ο άνθρωπος εάν επιστρέψει στη χώρα του, τότε πλέον θεωρείται μετανάστης και θα πρέπει να επιστρέψει πίσω στη χώρα του» μας είπε. Ο «μηνιαίος μισθός» «Οι αιτητές ασύλου που δεν έχουν εργασία, θα πρέπει να στηριχθούν από ένα δημόσιο βοήθημα το οποίο αποτελείται από ενοίκιο επιδοτημένο της τάξης του 100 ευρώ. Ποσό για το οποίο δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν για ενοίκιο επειδή δεν υπάρχουν σπίτια προς ενοικίαση με 100 ευρώ. Θα πρέπει επίσης, να βρεθεί ιδιοκτήτης για να ενοικιάσει στον αιτητή ασύλου και θα του καταβληθεί το ενοίκιο απευθείας από τις υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, ανέφερε, η κ. Στροβολίδου, επειδή δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες που να είναι πρόθυμοι να ενοικιάσουν σε αιτητή ασύλου. Από την άλλη υπάρχει μεγάλη γραφειοκρατία που καθιστά το εν λόγω εγχείρημα πολύ δύσκολο. Επίσης, δικαιούνται κουπόνια αξίας 150 ευρώ για την τροφή και την ένδυση τα οποία θα μπορούν να τα εξαργυρώσουν σε συγκεκριμένα καταστήματα τα οποία είναι συνήθως πολύ ακριβά και δεν μπορούν να πάρουν αρκετά πράγματα. Ωστόσο, τις πλύστες φορές αργούν να εκδοθούν αυτά τα κουπόνια. Επίσης δικαιούνται και ένα ποσό της τάξης του 70 ευρώ για να πληρώσουν το νερό, τον ηλεκτρισμό κλπ. Όπως μας είπε η κ. Στροβολίδου, «αυτό που εισπράττουμε τόσο η Ύπατη Αρμοστεία όσο και οι μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί, είναι ότι δεν υπάρχει προθυμία από πλευράς ιδιοκτητών για να ενοικιάσουν τα σπίτια τους στους αιτητές ασύλου. Ένα τεράστιο μέρος αυτής της απροθυμίας έχει να κάνει με την γραφειοκρατία του κράτους και το γεγονός ότι δεν λειτουργεί το σύστημα, διότι οι ιδιοκτήτες θα μένουν απλήρωτοι, μέχρι να δοθούν τα βοηθήματα». Οι σχέσεις με την κυβέρνηση Όπως επεσήμανε η κα. Στροβολίδου, «οι σχέσεις μας με την κυβέρνηση, είναι πολύ καλές. Η κυβέρνηση είναι ο βασικός συνεργάτης της Ύπατης Αρμοστείας, καθώς είναι το κράτος που έχει πρωτίστως την ευθύνη να προστατέψει τους πρόσφυγες και εμείς ως όργανο συμβουλευτικό, θα πρέπει να διασφαλίσουμε σε συνεργασία με την κυβέρνηση ότι έχουν πρόσβαση στα δικαιώματα τους, όπως αυτά προβλέπονται από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις». Παρόλα αυτά, ανέφερε «υπάρχουν θέματα τα οποία χρήζουν μεγάλης προσοχής και χρειάζεται βελτίωση σε διάφορους τομείς που αγγίζουν το προσφυγικό. Για παράδειγμα, στις συνθήκες υποδοχής αυτών των ανθρώπων. Οι αιτήσεις ασύλου θα πρέπει να διεκπεραιώνονται με πιο αποτελεσματικό τρόπο όπως και οι συνθήκες διαβίωσης των αιτητών ασύλου μέχρι να εξεταστεί το αίτημα τους. Το γεγονός ότι δεν μπορούν να εργαστούν ουσιαστικά, παρά μόνο σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς και μετά από ένα μήνα αφότου αιτηθούν για άσυλο είναι πολύ δύσκολο τόσο για τους ίδιους όσο και για την κυπριακή κοινωνία, αφού πλέον έχουμε ανθρώπους στη χώρα μας που πεινούν, ίσως να είναι άστεγοι κλπ. Αν δεν μπορούν να εργαστούν τότε θα πρέπει να εξαρτώνται από ένα δημόσιο βοήθημα και από ένα ανεπαρκές και δυσλειτουργικό σύστημα». Πολλά τα χρήματα Βλέπουμε ότι οι πρόσφυγες για να ταξιδέψουν με το πλοίο που θα τους πάρει στον προορισμό τους, δίνουν πολλά χρήματα. Μέχρι και 4.000 ευρώ μπορεί να χρειαστεί κάποιος για να επιβιβαστεί στο πλοιάριο που θα τον μεταφέρει. Ρωτήσαμε την κ. Στροβολίδου, πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να δίνουν τέτοια μεγάλα ποσά. «Όταν η ζωή σου και των παιδιών σου βρίσκεται σε κίνδυνο, θ’ αναζητήσεις με κάθε τρόπο διέξοδο για να οδηγήσεις τον εαυτό σου και την οικογένεια σου σε μια ασφαλή χώρα. Ιδιαίτερα όταν δεν έχεις νόμιμες και ασφαλείς επιλογές και η μοναδική σου επιλογή είναι να καταφύγεις σε λαθρέμπορους και διακινητές, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την απελπισία των ανθρώπων αυτών, χρεώνουν αυτά τα υπέρογκα ποσά. Για κάποιους ανθρώπους, ίσως να είναι οι οικονομίες μιας ζωής ή μπορεί να έχουν συγγενείς σε άλλες χώρες οπότε δανείζονται», σημείωσε. Η εμπειρία της Αμίνας «Η Συρία δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Ο θάνατος είναι πια καθημερινότητα. Έρχεται το βράδυ και δεν ξέρεις αν θα είσαι ζωντανός το πρωί, αν το σπίτι σου θα γίνει συντρίμμια μέχρι να ξημερώσει… και αν μέσα στα συντρίμμια κάπου θα βρίσκεσαι κι εσύ θαμμένος…» Λόγια της Αμίνας, μια νεαρής γυναίκας από το Χαλέπι της Συρίας, που βρισκόταν ανάμεσα στους 47 πρόσφυγες που έφτασαν με πλοιάριο στα βορειοδυτικά παράλια της Κύπρου. Η εν λόγω ιστορία της νεαρής Σύριας, είναι καταγραμμένη στην ιστοσελίδα της UNHCR/Cyprus. Η νεαρή βρίσκεται με τον σύζυγο της, στον καταυλισμό της Κοκκινοτριμιθιάς. Η ίδια εξιστορώντας την ιστορίας της αναφέρει. «Ο διακινητής τους άφησε στα ρηχά, τους διέταξε να πηδήσουν στο νερό. Μη έχοντας άλλη επιλογή, οι πρόσφυγες συμμορφώθηκαν. Η Αμίνα ωστόσο δίσταζε, όντας έξι μηνών έγκυος, φοβισμένη, ταλαιπωρημένη από το ταξίδι και την αγωνία. Ο διακινητής, όμως, δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Την έσπρωξε στο νερό που την κάλυπτε μέχρι το στήθος. «Ήταν πολύ κρύο το νερό,» μας είπε η Αμίνα. Μέσα στο αντίσκηνο, μαζί με τα ρούχα που στεγνώνονταν μπροστά στην θερμάστρα, βρισκόταν και το Κοράνι. Το μοναδικό πράγμα που έφερε μαζί της από τον πόλεμο, εκτός από τα λιγοστά ρούχα. «Το έχω πάντα μαζί μου, είναι το φυλακτό μου.» Το μοναδικό πράγμα που έφερε μαζί της από τον πόλεμο, εκτός από τα λιγοστά ρούχα. «Το έχω πάντα μαζί μου, είναι το φυλακτό μου.» Με βρεγμένα ρούχα περπατούσαν οι 47 πρόσφυγες για μισή ώρα μέσα στη νεκρή ζώνη, ακολουθώντας τη μοναδική “συμβουλή” που τους έδωσε ο διακινητής: «Μόλις βγείτε στη στεριά, περπατήστε, μπείτε στο δρόμο και κάποιον θα βρείτε,» τους είπε κι έφυγε βιαστικά με τη βάρκα προτού τον εντοπίσουν οι αρχές. Τους πρόσφυγες εντόπισαν οι στρατιώτες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και τους μετέφεραν στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό στη Δημοκρατία. Την επόμενη μέρα μεταφέρθηκαν στην Κοκκινοτριμιθιά. Το ταξίδι φυγής από τη Συρία μέχρι την Κύπρο στοιχίζει πολλά και μπορεί να τους κοστίσει την ίδιά τους τη ζωή. Ωστόσο, είναι διατεθειμένοι να το διακινδυνεύσουν, όσοι τουλάχιστον μπορούν. Ο πόλεμος στη Συρία διαρκεί οκτώ χρόνια σχεδόν. Έχουν χάσει κάθε ελπίδα ότι θα τελειώσει ο πόλεμος, και ότι θα μπορέσουν να ζήσουν όπως πριν. Δεν έχουν πια κάτι να χάσουν – αντίθετα, ίσως κερδίσουν το στοίχημα και καταφέρουν να βρουν ασφάλεια και μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
0 Comments
Leave a Reply. |
APXEIO
April 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|