![]() Ο Μακεδονικός Αγώνας ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα. Με τον όρο «Μακεδονικός Αγώνας» εννοούμε όλες αυτές τις ενέργειες που ξεκίνησαν από τον μέχρι τότε «απελευθερωμένο Εθνικό κορμό», πρώτα για την προστασία του αλύτρωτου (πανθομολογουμένως) Ελληνικής Εθνικής συνείδησης πληθυσμού της κατεχόμενης επισήμως από τους Οθωμανούς και ανεπισήμως από τους Σλάβους υπηρέτες τους, χώρου της Μακεδονίας, που αμφότεροι τον καταπίεζαν με τον πιο ελεεινό και ειδεχθή τρόπο. ![]() Η καταπίεση αυτή ξεκίνησε ήδη από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και είχε ως σκοπό τη Βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών και την αλλοίωση της εθνικής τους φυσιογνωμίας, προς όφελος των Βουλγαρικών διεκδικήσεων. Στην κορύφωσή του, ο αγώνας των Ελληνικών ανταρτικών ομάδων, υπήρξε διπλός, δηλαδή εναντίον Βουλγαρικών ομάδων από Κομιτατζήδες και ταυτόχρονα και εναντίον οργανωμένων Οθωμανικών στρατιωτικών σχηματισμών. Ένα από τα διατάγματα ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας ήταν, και το πλέον επίμαχο σημείο, ο τελευταίος όρος που επέτρεπε την επέκταση της Εξαρχίας για δημιουργία επισκοπικών περιφερειών εφόσον «το όλον, ή τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ορθοδόξων κατοίκων, θέλουν να υπόκεινται εις την βουλγαρικήν εξαρχίαν». Αυτός ο όρος ήταν τελικά η αιτία να ακολουθήσουν στη συνέχεια βουλγαρικές θηριωδίες σε βάρος ομόθρησκων λαών Ελλήνων και Σέρβων ειδικότερα σε χωριά της Μακεδονίας στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν δηλώσεις των δύο τρίτων των κατοίκων ότι είναι «Εξαρχικοί», αλλοιώνοντας με τον τρόπο αυτό το φρόνημα των κατοίκων. Η εντεινόμενη Βουλγαρική τρομοκρατία οδήγησε την περιοχή της Μακεδονίας, να τεθεί υπό διεθνή Επιτροπεία μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) και Γάλλοι, Ρώσοι και Αυστριακοί στρατιωτικοί ανέλαβαν καθήκοντα παράλληλης διοίκησης με τους Οθωμανούς. Οι Γάλλοι και Αυστριακοί προωθούσαν τις ουνιτικές ιεραποστολές στην Κεντρική Μακεδονία εποφθαλμιώντας τη Θεσσαλονίκη, ο καθένας για λογαριασμό του, ενώ οι Ρώσοι υποστήριζαν φανερά τις Βουλγαρικές ένοπλες ομάδες. Η Υψηλή Πύλη αδυνατούσε ή απέφευγε επιμελώς να παρέμβει δραστικά στις ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων… Ο Μακεδονικός Αγώνας ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς (ειδικότερα στα Κορέστια) και περί το τέλος του, είχε επεκταθεί σε όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κ.λ.π. Σκοπός των αντιπάλων ήταν ο εκφοβισμός ή η εξόντωση των αντίθετων στοιχείων και ο προσεταιρισμός του πληθυσμού προς την Βουλγαρική και την Ελληνική εκκλησία και εθνικό φρόνημα, δράση η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε αγώνα αλληλοεξόντωσης των εκατέρωθεν ενόπλων τμημάτων. Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής. Η Ελλάδα διεκδικούσε την ιστορική Μακεδονία (το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας-Μοναστηρίου-Στρώμνιτσας-Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία. Η πολιτική της διατήρησης καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινίασε ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Στέφανος Σταμπούλωφ (1887-1894) αποσκοπούσε στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία μέσω της έκδοσης σουλτανικών βερατιών για Βούλγαρους επισκόπους. Η Ελλάδα είχε ως άξονα της πολιτικής της, πέρα από την προώθηση του εκπαιδευτικού και του εκκλησιαστικού έργου, την κατανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου σε ελληνική και σλαβική ζώνη επιρροής. Η Σερβία, για την οποία το βιλαέτι του Κοσόβου (με πρωτεύουσα τα Σκόπια) δεν συμπεριλαμβανόταν στον μακεδονικό χώρο, αλλά αποτελούσε την Παλαιά Σερβία, δεν ήταν βασικά αντίθετη στη ιδέα της διανομής. Κατά τις σχετικές ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η Αθήνα και το Βελιγράδι συμφωνούσαν ότι η νότια ζώνη ήταν ελληνική και η βόρεια σλαβική, αλλά υπήρχαν ορισμένες διαφωνίες σχετικά με την επιδίκαση ορισμένων πόλεων της μεσαίας ζώνης στην Ελλάδα ή τη Σερβία. Το ζήτημα επανέφερε προς συζήτηση ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ζαΐμης, τον Οκτώβριο του 1897, μετά την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε στον Βούλγαρο διπλωματικό πράκτορα στην Αθήνα, Πέταρ Ντιμιτρόφ, να καθορίσουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία τις σφαίρες επιρροής τους στη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντας ως ουδέτερη μια ζώνη, στην οποία θα είχαν διεκδικήσεις και οι τρεις πλευρές. Η βουλγαρική κυβέρνηση του Στοΐλοφ απάντησε διπλωματικά στις 13 Νοεμβρίου ότι δέχεται βασικά να συζητήσει το θέμα, αλλά με τον όρο ότι η ελληνική κυβέρνηση να καθορίσει επακριβώς τη γεωγραφική περιοχή που διεκδικεί, όπως και την ουδέτερη ζώνη. Ένα μήνα αργότερα ο Ζαΐμης άφησε να εννοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα γνωστοποιήσει τα βόρεια όρια της ουδέτερης ζώνης, αλλά αναμένει ότι ταυτόχρονα και η Βουλγαρία θα αποσαφηνίσει τα νότια όρια της ουδέτερης ζώνης. Τέτοιες υπεκφυγές αποδείκνυαν την αμοιβαία καχυποψία. Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρα, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδοσκοπήσει την στάση της Ελλάδας. Το 1893 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του "Μακεδονικού λαού" χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας "σταθερά ενωτική" και "μαχητικά αντισωβινιστική". Στην πραγματικότητα ήταν μία Βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με μυστική ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του σύνολου του ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Βουλγαρική Εξαρχία αντί στις υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες. Σ' αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά. Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό που εντάθηκε κατά τη διάρκεια προετοιμασίας (1902-1903) για την εξέγερση του Ίλιντεν. Αυτό αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές Ελληνικών ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία. Η επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους στα Μακεδονικά πράγματα πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιανουάριο του 1904, όταν ο οπλαρχηγός Κώττας Χρήστου επικεφαλής αντιπροσωπείας των Κορεστίων συναντήθηκε με το διάδοχο Κωνσταντίνο. Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Ανθλγού Παύλου Μελά, που από το Σεπτέμβριο του 1904 είχε αναλάβει την αρχηγία των ελληνικών σωμάτων. Ο θάνατος του στα Στάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας, στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συνετάραξε ολόκληρο το Έθνος και από τότε η σωτηρία της Μακεδονίας έγινε υπόθεση ολόκληρου του Ελληνισμού. Μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών στις οποίες η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά). Τον Αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα. Σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος, Τέλλος Άγρας, καπετάν Αμύντας (κατά κόσμον Νικόλαος Δουμπιώτης), Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος, Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, κ.ά. Όχι μόνον από την Κρήτη αλλά και από την Μάνη είχε συγκροτηθεί σώμα από μερικές δεκάδες εθελοντές υπό τον Αντώνιο Βλαχάκη (Καπετάν Λίτσα) με οπλαρχηγούς, μεταξύ άλλων, τον Ευάγγελο Μπαϊρακταρέα (Καπετάν Ακίλλα) και τους εξαδελφούς Λεωνίδα και Παναγιώτη Πετροπουλάκη από το Γύθειο. Ούτε η Αγγλοκρατούμενη Κύπρος ήταν απούσα από τον Εθνικό αυτό Αγώνα. Πολλοί Κύπριοι δημιούργησαν αντάρτικες ομάδες στην Μακεδονία, εμπνεόμενοι από το όραμα της ένωσης και της Κύπρου με τον εθνικό κορμό. Στις μνήμες των περισσότερων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου». Ο όρκος των Μακεδονομάχων ήταν ο εξής: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ότι θα διαφυλάξω το μυστικό. Ότι θα εργάζομαι με όλην την ψυχήν μου και την καρδίαν μου προς εξόντωση των Βουλγάρων κακούργων και προς επιτυχίαν της ελευθερίας της Πατρίδος μου Μακεδονίας. Είς τους εχθρούς της πατρίδος μου δεν μαρτυρήσω το παραμικρόν ακόμη και αν μου βάλουν το μαχαίρι στον λαιμόν. Αν παραβώ τον όρκο μου ο θεός ας με τιμωρήσει και οι ελευθερωταί της πατρίδος μου ας με κομματιάσουν και η αμαρτία να είναι στον λαιμό». Ο Αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ως το 1908 οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος του Αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση των νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλουν προσπάθειες εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων. Ακολούθως και κατά δεύτερο λόγο αυτός ο αγώνας προετοίμαζε το έδαφος για την εξόρμηση «Διά της Λόγχης», του Ελληνικού Στρατού με τους Βαλκανικούς Πολέμους, που ήδη διαφαίνονταν στον ορίζοντα και που κανείς Έλληνας το γένος δεν θα μπορούσε να μην δηλώσει «παρών». Με τους Α΄ και Β’ Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και τον Α’ ΠΠ, το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής Μακεδονίας απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό μετά από αιματηρές μάχες εναντίον των Τούρκων αρχικά και των Βουλγάρων κατά δεύτερο λόγο και εντάχθηκε στον Εθνικό κορμό, αφήνοντας εκτός αυτού κάποια εδάφη στα βόρεια κυρίως σύνορά της, μέχρι το Μοναστήρι προς όφελος κύρια της Σερβίας. Αμέτρητοι ποταμοί αίματος χύθηκαν… ελληνικού αίματος για να προσαρτηθεί η προαιώνια ελληνική γη των Μακεδόνων στην υπόλοιπη εθνική επικράτεια. Και την υπερασπίσθηκαν αυτήν την ιερή γη οι Έλληνες και στον Β’ ΠΠ και στον Εμφύλιο… Και ερχόμαστε στην αποφράδα ημέρα της 17/6/2018… Μια Κυβέρνηση, απόγονος κάποιων που ανέκαθεν ήθελαν την Μακεδονία να μην είναι Ελληνική …αλλά ανεξάρτητη και «κομμουνιστική», μια κυβέρνηση που πλέον βρίσκεται σε φανερή δυσαρμονία με το εκλογικό σώμα δηλαδή με τον ελληνικό λαό (μετά τα αμέτρητα διαρκή πισωγυρίσματά της σε διακηρυγμένες προεκλογικές θέσεις της), εντελώς αναίτια και χωρίς καν να ζητήσει την γνώμη του Ελληνικού Λαού μέσω Δημοψηφίσματος, αναγνώρισε στους Βούλγαρους των βορείων ορίων της Μακεδονίας μας: - την ταυτότητα μιας ανύπαρκτης ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, αυτής των Μακεδόνων - την ονομασία ενός γλωσσικού σλαβικού (βουλγαρογενούς) ιδιώματος ως Μακεδονικής γλώσσας, και - την ονομασία αυτής της επικράτειας ανάμεσα σε Σερβία, Βουλγαρία, Αλβανία και Ελλάδα μέσα στην οποία αυτοί βρίσκονται, ως …Βόρειας Μακεδονίας! Τρια στοιχεία που ανοίγουν την όρεξη πλέον στους Σλάβους στα βόρεια σύνορά μας και για εδαφικές διεκδικήσεις… Και όλα αυτά δόθηκαν σε αυτούς, χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά… Το μόνο αίμα που χύθηκε ήταν αυτό των διαδηλωτών που εναντιώθηκαν σε αυτήν την Συμφωνία της Ντροπής και χτυπήθηκαν αλύπητα από την Ελληνική Αστυνομία, όπως κάποτε χτυπήθηκαν όσοι διαδήλωναν υπέρ της ΕΟΚΑ στην Αθήνα… ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΑΥΛΟ ΜΕΛΑ ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΔΕΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΙΑ ΜΑΣ…
0 Comments
Leave a Reply. |
Κάτω από τον τίτλο "Αμυνώ δε και Μόνος..." ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, Ιστορικός Ερευνητής και Συγγραφέας, ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της νεότερης ιστορίας της Κύπρου και καταρρίπτει μύθους, αντικαθιστώντας τους με αποδεδειγμένες και τεκμηριωμένες πραγματικότητες, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, λέγοντας τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη και αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ Archives
April 2024
Click to set custom HTML
|