Προβλήματα προκαλεί στην τουρκική βιομηχανία η διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου από το Ιράν. Ένα ακόμη πλήγμα για την οικονομική πολιτική του Ερντογάν. Το 2021 ήταν μια καλή χρονιά για την τουρκική αυτοκινητοβιομηχανία και κυρίως για τους προμηθευτές της. Ο κλάδος επωφελείται από το γεγονός ότι λόγω πανδημίας οι μεγάλοι κατασκευαστές δεν διακινδυνεύουν πλέον πολλές παραγγελίες σε μακρινές χώρες της Ασίας, αλλά συχνά προτιμούν τη γειτονική Τουρκία. Όπως λέει ο Άλμπερτ Σαϊντάμ, πρόεδρος του τουρκικού συνδέσμου προμηθευτών της αυτοκινητοβιομηχανίας, «η Τουρκία αποτελεί πλέον εναλλακτική λύση, αν όχι και πρώτη επιλογή. Φάνηκε αυτό στην αύξηση των εξαγωγών τα προηγούμενα χρόνια, για εμάς ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός». Ωστόσο, τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας ακυρώνουν την εορταστική διάθεση. Το Ιράν ανακοίνωσε ότι, λόγω «τεχνικών προβλημάτων» διακόπτει την παροχή φυσικού αερίου προς την γειονική Τουρκία για δέκα ημέρες. Η τουρκική κυβέρνηση αναγκάστηκε να περιορίσει την κατανάλωση αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος στις βιομηχανικές περιοχές της χώρας, ενώ επικοινώνησε με τις μεγάλες βιομηχανίες, αναζητώντας λύσεις. Όπως δηλώνει στην κρατική τηλεόραση ο υπουργός Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ «πολλές επιχειρήσεις προτιμούν να κάνουν διάλειμμα, για λίγες ημέρες, για να επανέλθουν αργότερα. Σε άλλες επιχειρήσεις πάλι καταφέραμε να διασφαλίσουμε μία ελάχιστη τροφοδοσία με φυσικό αέριο και ρεύμα». «Το πρόβλημα δεν το έχει μόνο η Τουρκία» Ο Άλμπερτ Σαϊντάμ υπολογίζει ότι ένα αναγκαστικό «διάλειμμα» τριών ημερών για τον κλάδο των προμηθευτών συνεπάγεται απώλειες ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Επιπλέον, επισημαίνει, κινδυνεύει η εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. «Όλα αυτά συνεκτιμώνται στην αξιολόγηση κινδύνου, όταν γίνεται η επιλογή προμηθευτών» τονίζει ο πρόεδρος του συνδέσμου. «Βέβαια πρόκειται για γενικότερο πρόβλημα. Σήμερα έτυχε να το αντιμετωπίσει πρώτη η Τουρκία, αύριο μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε χώρα δεν διαθέτει δικές της ενεργειακές πηγές». Πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης Ερντογάν υποστηρίζουν ωστόσο ότι ο πραγματικός λόγος για τις μειωμένες εισαγωγές από το Ιράν είναι η έλλειψη συναλλάγματος στην ίδια την Τουρκία. Κάποιοι μάλιστα εκτιμούν ότι η Τουρκία καθυστερεί να πληρώσει τους λογαριασμούς για την προμήθεια φυσικού αερίου, κάτι που ωστοσο διαψεύδει ο πρόεδρος της χώρας Ταγίπ Ερντογάν. «Δεν έχουμε χρέη απέναντι στο Ιράν, είναι ψευδείς αυτές οι κατηγορίες», δηλώνει χαρακτηριστικά. Αν ισχύει αυτό, τίθεται το εύλογο ερώτημα, γιατί η κυβέρνηση μειώνει κατά 40% τις συνολικές προμήθειες αερίου, όταν η Τουρκία προμηθεύεται μόλις το 16% του φυσικού αερίου που χρειάζεται από το Ιράν, ενώ το υπόλοιπο προέρχεται κυρίως από τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν. Προστίθεται και η έλλειψη ενέργειας στα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εδώ και χρόνια, η τουρκική οικονομία; «Κουρασμένοι» οι επιχειρηματίες Το Ιράν ανακοίνωσε ότι οι εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Τουρκία θα αρχίσουν ξανά «από τον Φεβρουάριο», αλλά ο ίδιος ο Ερντογάν υπολογίζει ότι θα χρειαστούν «10 με 15 ημέρες, εάν δεν προκύψει κάποιο απρόοπτο». Όλα αυτά δεν είναι ευχάριστα νέα για τον Άλμπερτ Σαϊντάμ. Ο ίδιος έχει εργοστάσιο ελαστικών κοντά στην Κωνσταντινούπολη και είχε προγραμματίσει επιπλέον βάρδιες για το Σαββατοκύριακο, ώστε να ανταποκριθεί στις αυξημένες παραγγελίες. Ελλείψει φυσικού αερίου αναγκάζεται τώρα να καταφύγει σε ηλεκτρογεννήτριες. Το ίδιο κάνουν ακόμη και μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, όπως η Siemens, που παράγουν στην Τουρκία. Πόσο θα διαρκέσει αυτή η αβεβαιότητα; «Η ευελιξία και η προσαρμογή στις δυσκολίες αποτελούν παραδοσιακό πλενοέκτημα της τουρκικής βιομηχανίας», λέει ο Σαϊντάμ. «Αλλά πρέπει να πω ότι μας έχει κουράσει αυτή η κατάσταση...» Κάριν Σεντς (ARD) Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου
0 Comments
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times, οι δύο πλευρές καταλήγουν σε συμφωνία για το περιεχόμενο των κυρώσεων, εφόσον η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία Αυξανόμενη σύγκλιση στις απόψεις ΗΠΑ και Ε.Ε. αναφορικά με το πακέτο των οικονομικών κυρώσεων που σχεδιάζονται κατά της Ρωσίας σε περίπτωση εισβολής με την Ουκρανία διαπιστώνουν Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times. Στόχος να «γονατίσουν» οι ρωσικές τράπεζες Το δημοσίευμα αναφέρει πως σε επικοινωνία Αμερικανών αξιωματούχων με δημοσιογράφους επισημάνθηκε πως οι συνομιλίες των δύο πλευρών πηγαίνουν καλά και υπάρχει σύγκλιση απόψεων για το περιεχόμενο των κυρώσεων που θα είχαν σαν στόχο να «γονατίσουν» τις ρωσικές τράπεζες και άρα να πιέσουν την ρωσική οικονομία και το Κρεμλίνο. Εξάλλου, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε ήδη τηλεδιάσκεψη με τους Ευρωπαίους ηγέτες για το θέμα της Ρωσίας και προκειμένου να συντονίσουν τις θέσεις και τις απόψεις τους απέναντι στην κρίση. Αν και η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να δηλώνει πως ελπίζει πως η ένταση θα εκτονωθεί και πως η απειλή σοβαρών επιπτώσεων για τη ρωσική οικονομία θα αναγκάσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν να αλλάξει γνώμη για εισβολή στην Ουκρανία. Συνεχίζονται οι συνομιλίες« Η ανοχή του απέναντι στην οικονομική πίεση μπορεί να είναι υψηλότερη σε σχέση με άλλους ηγέτες. Όμως, υπάρχει ένα όριο πίεσης πάνω από το οποίο νομίζουμε πως οι υπολογισμοί του μπορεί να επηρεαστούν» εμφανίστηκε να δηλώνει Αμερικανός αξιωματούχος. Πάντως, οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης συνεχίζονται στο παρασκήνιο, καθώς σίγουρα χρειάζονται περαιτέρω διευκρινήσεις αναφορικά με το ποιες κινήσεις από την πλευρά της Ρωσίας θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τις κυρώσεις αυτές. Ωστόσο, φαίνεται πως αναφορικά με το περιεχόμενο των ίδιων των μέτρων υπάρχει μια πρώτη συμφωνία και σύγκλιση των θέσεων μεταξύ των συμμάχων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. (in.gr) Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών και νέος πρόεδρος του Εurogroup και του Ecofin μιλάει στα «ΝΕΑ» για τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για μια νέα οικονομική διακυβέρνηση για την ΕΕ. Σήμερα και αύριο είναι προγραμματισμένα τα πρώτα Εurogroup και Ecofin στα οποία θα προεδρεύσει ο Μπρουνό Λε Μερ, στο πλαίσιο της γαλλικής προεδρίας της ΕΕ. Και θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα, από πολλές απόψεις, ακόμα κι αυτή της σύνθεσής τους, καθώς υπάρχουν νέοι υπουργοί Οικονομικών σε Γερμανία και Ολλανδία, με διαφορετική γραμμή σε σχέση με τους προκατόχους τους. Λίγες ώρες πριν ξεκινήσουν, ο γάλλος υπουργός Οικονομικών μιλάει στα «ΝΕΑ». ▪ Εχετε μιλήσει με τους νέους υπουργούς Οικονομικών της Γερμανίας και της Ολλανδίας; Ποια είναι η αίσθηση που σας μετέδωσαν σχετικά με το μείζον θέμα των πολιτικών λιτότητας; Φυσικά! Συνάντησα τον Christian Lindner στο Παρίσι στα τέλη του 2021, λίγες μέρες αφού ανέλαβε υπουργός. Είχαμε πολύ γόνιμες συνομιλίες. Τον ξέρω πολλά χρόνια και έχουμε άριστη σχέση. Είχα ήδη μια διάσκεψη με τη νέα υπουργό Οικονομικών της Ολλανδίας Sigrid Kaag. Οσον αφορά το ζήτημα της λιτότητας, νομίζω ότι αυτή είναι μια συζήτηση παλαιάς κοπής. Βγαίνουμε από την οικονομική κρίση. Εχουμε καταφέρει να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να είμαστε περήφανοι για τον τρόπο που διαχειριστήκαμε την κρίση χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, ταυτόχρονα. Επιτρέψτε μου να επιμείνω σε αυτό: πρέπει να είμαστε περήφανοι για τον τρόπο που διαχειριστήκαμε την οικονομική κρίση και για τα καλά οικονομικά αποτελέσματα. ▪ Η συζήτηση τώρα δεν είναι «αν θα πρέπει να ξοδεύουμε περισσότερα ή λιγότερα». Η συζήτηση είναι να βρεθεί η σωστή ισορροπία μεταξύ των απαραίτητων επενδύσεων που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα και της ανάγκης να επιστρέψουμε στα υγιή δημόσια οικονομικά. Θέλουμε φυσικά να μειώσουμε το δημόσιο χρέος μας. Η συζήτηση για μια νέα οικονομική διακυβέρνηση για την ΕΕ έχει ξεκινήσει. Κατά τη γνώμη σας, πώς θα πρέπει να παραπέμπει σε ένα αναθεωρημένο Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας; Η σωστή ισορροπία μεταξύ επενδύσεων και υγιών δημόσιων οικονομικών πρέπει να καθοριστεί και από τα 27 κράτη – μέλη και ιδιαίτερα από τα 19 μέλη της ευρωζώνης. Υπάρχουν αρκετές προτάσεις στο τραπέζι, ας αφιερώσουμε χρόνο για να τις εξετάσουμε. Αυτό στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω είναι ότι οι ευρωπαϊκές επενδύσεις είναι απαραίτητες για ολόκληρη την ήπειρο, εάν η φιλοδοξία μας είναι να παραμείνουμε στην κούρσα του 21ου αιώνα. Η Κίνα επενδύει στην τεχνητή νοημοσύνη, τις τεχνολογίες cloud, τους ημιαγωγούς, το υδρογόνο, το Διάστημα και την αεροναυπηγική. Οι ΗΠΑ επενδύουν ομοίως σε πολλούς τεχνολογικούς τομείς. Πρέπει να κάνουμε το ίδιο αν δεν θέλουμε να μείνουμε πίσω και αν θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι θα διατηρήσουμε τον οικονομικό μας δυναμισμό, την ανεξαρτησία και την κυριαρχία μας. Για το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας: δεν υπάρχει νομισματική ένωση χωρίς κοινούς κανόνες. Ολοι πρέπει να τηρούν αυτούς τους κοινούς κανόνες. Εάν θέλουμε να ενισχύσουμε την ευρωζώνη, πρέπει να μοιραστούμε τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί από όλα τα κράτη – μέλη. Ενα σύμφωνο είναι ένα σύμφωνο, κάτι που δημιουργεί πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του. Οσον αφορά την ανάπτυξη, δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τα επίπεδα ανάπτυξης που είχαμε πριν από την κρίση. ▪ Γιατί οι ΗΠΑ να έχουν μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,5%, ενώ η Ευρώπη μένει στάσιμη στο 1,2%; Θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να προσπαθήσουμε να αυξήσουμε το μέσο επίπεδο ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι απλή: καινοτομία, καινοτομία και περισσότερη καινοτομία. ▪ Να υποθέσουμε ότι τα παραπάνω σημαίνουν ότι το Σύμφωνο, όπως το γνωρίζαμε, είναι πλέον ξεπερασμένο; Το Σύμφωνο στο σύνολό του δεν είναι ξεπερασμένο, αλλά ο κανόνας του δημόσιου χρέους είναι. Ας ρίξουμε μια ματιά στα επίπεδα του δημόσιου χρέους πριν από την κρίση: υπήρχε διαφορά σχεδόν 40 μονάδων στο ΑΕΠ μεταξύ των περισσότερο και των λιγότερο χρεωμένων μελών της ευρωζώνης. Μετά την κρίση, ορισμένα κράτη – μέλη έχουν φτάσει σε ποσοστό δημόσιου χρέους 168%, ενώ άλλα παρέμειναν γύρω στο 60% έως 65%. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πλέον ένα χάσμα 100% μεταξύ τους. Αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη. Οι κανόνες πρέπει να βασίζονται στην πραγματικότητα, όχι στα όνειρα. ▪ Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση; Οχι αφήνοντας όλους τους κανόνες μας, αλλά προσαρμόζοντάς τους σε μια τόσο νέα πραγματικότητα. Υπάρχουν πολλές προτάσεις στο τραπέζι. Για παράδειγμα, μια πρόταση να υπάρχουν διαφορετικά χρονοδιαγράμματα και στόχοι, όπως πρότεινε ο κ. Gentiloni. Η ευθύνη μου είναι να ελέγξω εάν μπορεί να προκύψει συναίνεση βάσει μιας τέτοιας πρότασης. Αλλοι τονίζουν την έννοια της «ιδιοκτησίας» από όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ: εναπόκειται στα κράτη – μέλη να καθορίσουν τα ορόσημα και τις απαραίτητες αλλαγές στις οικονομικές τους πολιτικές, που θα τους επιτρέψουν να επιστρέψουν σε υγιή οικονομικά. Από πολιτικής απόψεως, νομίζω ότι αυτό είναι ενδιαφέρον. ▪ Ενας από τους λόγους για τις υψηλές τιμές της ενέργειας φαίνεται να είναι τα γεωπολιτικά παιχνίδια της Ρωσίας. Τι σημαίνει αυτή η κατάσταση για την ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης; Πράγματι, οι τιμές της ενέργειας εξηγούν περισσότερο από το ήμισυ του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Χρειαζόμαστε περισσότερη ανεξαρτησία! Ενα από τα διδάγματα από αυτή την κατάσταση είναι ότι η Ευρώπη εξαρτάται υπερβολικά από ξένες χώρες σε πολλούς τομείς. Είναι η περίπτωση των πρώτων υλών, της ενέργειας, των τεχνολογιών που προκαλούν αναστάτωση και των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως οι ημιαγωγοί. Ως εκ τούτου, πρέπει να ενισχύσουμε τις οικονομικές δυνατότητες της Ευρώπης σε στρατηγικούς τομείς. Οι οικονομίες μας δεν μπορούν να εξαρτώνται από τις γεωπολιτικές εκτιμήσεις της Ρωσίας, της Ουκρανίας ή οποιουδήποτε άλλου μέρους του κόσμου. ▪ Φαίνεται πιο εύκολο στα λόγια… Αλλά μπορεί να γίνει. Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο σε κρίσιμες βιομηχανίες. Μαζί με τον φίλο μου Peter Altmaier ξεκινήσαμε τη συμμαχία για τις ευρωπαϊκές μπαταρίες ήδη το 2019. Ηταν απαραίτητο, γιατί τότε το 85% των μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων προερχόταν από την Κίνα. Εάν θέλουμε μια ισχυρή, σταθερή και επιτυχημένη αυτοκινητοβιομηχανία για τον 21ο αιώνα, πρέπει να φτιάξουμε τις δικές μας μπαταρίες. Και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα και για τους άλλους τομείς. Το ίδιο θα κάνουμε για το υδρογόνο, για το cloud και για τους ημιαγωγούς. Αυτό είναι το είδος της αλλαγής που χρειάζεται η Ευρώπη. Το ίδιο συμβαίνει και με την ενέργεια. Είμαστε πολύ εξαρτημένοι από το ρωσικό αέριο. Ο Πούτιν μπορεί να παίξει με την Ευρώπη γιατί εξαρτιόμαστε πάρα πολύ από το φυσικό αέριο που μας παρέχει η Ρωσία. Εάν θέλουμε να είμαστε πιο ανεξάρτητοι και ελεύθεροι, πρέπει να επενδύσουμε στην παραγωγή ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Μπορεί να είναι ανανεώσιμη ή πυρηνική, κάθε κράτος – μέλος μπορεί να αποφασίσει. (in.gr/Συνέντευξη στην Αλεξία Κεφαλά) Oxfam: Οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη διπλασίασαν την περιουσία τους μέσα στην πανδημία17/1/2022 Η βουτιά του τουρκικού νομίσματος είναι τόσο μεγάλη που πολλοί δείχνουν διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο. Η μεγάλη βουτιά της λίρας Τουρκίας κάνει πολλούς κατοίκους της χώρας να στρέφονται προς το Bitcoin και κρυπτονομίσματα τύπου stablecoin όπως το Tether των οποίων η ισοτιμία είναι εν μέρει συνδεδεμένη με αυτή του δολαρίου. Η κίνηση αυτή καταγράφεται καθώς το εθνικό νόμισμα της Τουρκίας εξακολουθεί να είναι πολύ εξασθενημένο έναντι του δολαρίου με την ισοτιμία να διαμορφώνεται στο 13,57. Ενώ η λίρα κατέρρεε ειδικά το τελευταίο τρίμηνο του 2021, ο όγκος συναλλαγών κρυπτονομισμάτων με λίρες Τουρκίας εκτινάχθηκε κατά μέσο όρο σε 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα σε τρία χρηματιστήρια κρυπτονομισμάτων, σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης Chainalysis τα οποία επικαλείται η «Wall Street Journal». Αυτοί οι όγκοι συναλλαγών εξακολουθούν να είναι μέτριοι σε σύγκριση με τα αποτελέσματα έρευνας του 2019 της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών που κατέγραψε περίπου 71 δισεκατομμύρια δολάρια συναλλαγών σε λίρες Τουρκίας ημερησίως, αλλά είναι οι υψηλότεροι από κάθε ένα από τα πέντε προηγούμενα τρίμηνα, αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα. Η βουτιά της λίρας Τουρκίας είναι τόσο μεγάλη απέναντι στο δολάριο, που πολλοί πολίτες της γειτονικής χώρας δείχνουν τώρα διατεθειμένοι να αναλάβουν το μεγαλύτερο ρίσκο που συνεπάγεται η αγορά τέτοιων κρυπτονομισμάτων. Οι κάτοικοι της Τουρκίας προσπαθούν να αντιμετωπίσουν εδώ και χρόνια τις οικονομικές κρίσεις που εμφανίζονται αλλάζοντας τα χρήματά τους σε δολάρια ΗΠΑ, σε ευρώ και σε χρυσό. Είναι ενδεικτικό ότι από τον Σεπτέμβριο η λίρα έχει χάσει το 40% της αξίας της έναντι του δολαρίου. Τα κρυπτονομίσματα αποτελούν τελευταία νέο καταφύγιο, αν και οι τοποθετήσεις αυτές παραμένουν με μεγάλο ρίσκο λόγω πολύ ισχυρών διακυμάνσεων στις τιμές. Το Bitcoin αρχικά εκτινάχθηκε σχεδόν κατά 40% έναντι του δολαρίου στις αρχές Νοεμβρίου, αλλά τώρα έχει υποχωρήσει περισσότερο από 10%. Στην Κωνσταντινούπολη, τη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και την οικονομική της πρωτεύουσα, διαφημίσεις για ανταλλακτήρια κρυπτονομισμάτων εμφανίζονται παντού – σε τραμ, διαφημιστικές πινακίδες και σε ένα από τα δύο αεροδρόμια της πόλης, αναφέρει η «WSJ». Λόγω των συνεχών οικονομικών κρίσεων τα τελευταία χρόνια τα δύο τρίτα των τραπεζικών καταθέσεων της Τουρκίας είναι ξένα νομίσματα, με τα περισσότερα από αυτά να είναι δολάρια και ευρώ. Η Κεντρική Τράπεζα Ομως η τάση αυτή έχει τραβήξει το ενδιαφέρον της κεντρικής τράπεζάς της, η οποία προσπαθεί συνεχώς να στηρίξει τη λίρα. Πλέον με το εθνικό νόμισμα να υποχωρεί συνεχώς ακόμη και μετά τις παρεμβάσεις αυτές, πολλοί Τούρκοι έχουν αρχίσει να ανησυχούν και πιστεύουν ότι μια οικονομική κρίση είναι αναπόφευκτη. Στο χειρότερο δυνατό σενάριο πολλοί φοβούνται ότι η κυβέρνηση στην Αγκυρα θα μπορούσε να αναγκάσει τις τράπεζες να μετατρέψουν τις καταθέσεις σε ξένα νομίσματα των κατοίκων σε λίρες. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αυτός, δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι στρέφονται προς τα κρυπτονομίσματα αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Η Αγκυρα βέβαια δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Ο Μουσταφά Ελιτάς, αναπληρωτής επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), αρνήθηκε τους ισχυρισμούς ότι θα επιβληθεί φόρος 40% στα κέρδη από κρυπτονομίσματα, σύμφωνα με τη «Χουριέτ». Ομως πρόταση νόμου για τη ρύθμιση των τοπικών πλατφορμών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων αναμένεται να υποβληθεί στο τουρκικό Κοινοβούλιο τις επόμενες εβδομάδες, αναφέρει η τουρκική εφημερίδα. Το Κοινοβούλιο θα έχει τον τελευταίο λόγο, ανέφερε ο ίδιος ο οποίος έχει ήδη πραγματοποιήσει συνάντηση με εκπροσώπους πλατφορμών κρυπτονομισμάτων που λειτουργούν στην Τουρκία. Ανώτεροι αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών, του Οργανισμού Τραπεζικής Ρύθμισης και Εποπτείας (BDDK), του Συμβουλίου Ερευνας Οικονομικών Εγκλημάτων (MASAK) και της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας συμμετείχαν επίσης στη συνάντηση αυτή. (sigmalive/Γιώργος Παυλόπουλος) Η συμφωνία με το Άμπου Ντάμπι και η επικείμενη επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία εντάσσονται στην προσπάθεια του Ερντογάν να ενισχύσει την τουρκική οικονομία Το τελευταίο διάστημα η οικονομία από «ισχυρό χαρτί» του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο στη μεγάλη του πολιτική επισφάλεια. Η ανορθόδοξη πολιτική του για χαμηλά επιτόκια δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να αντιστρέψει την κατρακύλα της ισοτιμίας της λίρας ούτε έχει αποτρέψει την εκτίναξη του πληθωρισμού που αυτή τη στιγμή επιδεινώνει διαρκώς την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Αυτό εξηγεί και το γιατί για την τουρκική κυβέρνηση είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας να βρει τρόπους να στηρίξει την οικονομία, ξεκινώντας από την αναζήτηση ξένων επενδύσεων. Η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η Τουρκία προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις της με τα κράτη του Κόλπου. Η επαναπροσέγγιση αυτή προφανώς έχει και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, καθώς η Τουρκία εξαιτίας της στήριξης που είχε δώσει στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την κυβέρνηση Μόρσι στην Αίγυπτο αλλά και εξαιτίας της εμπλοκής της στη Συρία και τη Λιβύη, είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. Αυτό φάνηκε και στο γεγονός ότι υποστήριξαν αντίπαλες πτέρυγες στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη, ενώ ειδικά για τις σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία έπαιξε και η υπόθεση της δολοφονίας του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη από στελέχη των σαουδαραβικών υπηρεσιών ασφαλείας, έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Γι’ αυτόν τον λόγο και για σημαντικό διάστημα η Τουρκία αναβαθμισμένες σχέσεις είχε μόνο με το Κατάρ, τη μόνη χώρα του Κόλπου που επίσης διατήρησε σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τη χώρα που έκανε σημαντικές επενδύσεις στην Τουρκία, ενώ εξυπηρέτησε και την τουρκική κεντρική τράπεζα σε κρίσιμες στιγμές με swap συναλλάγματος. Όμως, στο νέο τοπίο που άρχισε να διαμορφώνεται μετά την εκλογή Μπάιντεν, η Τουρκία ξεκίνησε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη σχέση της με τις χώρες του Κόλπου. Αυτό είχε να κάνει και με μια συνολικότερη επαναπροσέγγιση με τη Δύση και χώρες που εντάσσονται στις βασικές συμμαχίες της Δύσης. Μόνο που για την περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το ενδιαφέρον είναι και οικονομικό. Η συμφωνία με το fund AQD του Άμπου Ντάμπι Σε αυτό το φόντο έχει ιδιαίτερη σημασία της συμφωνίας με το επενδυτικό όχημα του Άμπου Ντάμπι, το ADQ, μια εταιρεία συμμετοχών που είναι στρατηγικός εταίρος της κυβέρνησης του Άμπου Ντάμπι και σκοπό έχει να μετασχηματίσει το εμιράτο σε έναν σε πόλο ανταγωνιστικότητας με έμφαση στην οικονομία της γνώσης. Η συμφωνία συζητήθηκε τον Νοέμβριο κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στη Τουρκία του πρίγκιπα-διαδόχου του Άμπου Ντάμπι, του Σεΐχη Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ-Ναχιάν (τον οποίο παλαιότερα η τουρκική κυβέρνηση είχε κατηγορήσει για χρηματοδότηση του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016). Η συνάντηση του MBZ, όπως συχνά αποκαλείται ο ισχυρός άντρας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με τον Ερντογάν αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη και είχε και οικονομικό περιεχόμενο. Τότε ήταν που υπήρξε και η δέσμευση ότι το ADQ θα επενδύσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια στην Τουρκία, κάτι που για την τουρκική οικονομία ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική δέσμευση, εάν αναλογιστούμε τη συνολική πίεση που δέχεται. Οι εκπρόσωποι του ADQ δηλώνουν ότι η Τουρκία είναι πλέον για αυτούς ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Για τους εκπροσώπους του ταμείου του εμιράτου, που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Νοεμβρίου υπέγραψαν μνημόνιο κατανόησης με το Τουρκικό Ταμείο Πλούτου, το οποίο έχει συμμετοχές σε 28 εταιρείες, σε τομείς όπως οι κρατιές τράπεζες, η εξόρυξη, οι μεταφορές και η ενέργεια, η Τουρκία έχει διάφορα πλεονεκτήματα. Είναι μια μεγάλη χώρα με 84 εκατομμύρια κατοίκους, διευκολύνει τις επιχειρήσεις, έχει σημαντικές δυνατότητες ως προς τα logistics, μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων και είναι πολύ καλή σύνδεση με αγορές όπως της Γερμανίας. Το συγκεκριμένο ταμείο πλούτου του εμιράτου (που δεν είναι το μόνο), που τα τελευταία χρόνια έχει κάνει επενδύσεις ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων και διαχειρίζεται ένα στοιχεία ενεργητικού ύψους 110-120 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής εταιρείας Etihad, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για επενδύσεις που διαμορφώνουν «περιφερειακούς πρωταθλητές» και εστιάζει την προσοχή του σε επενδύσεις στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και την Αφρική. Η σημασία της επικείμενης επίσκεψης Ερντογάν στη Σαουδική Αραβία «Με περιμένει τον Φεβρουάριο», ήταν η απάντηση που έδωσε στις 3 Ιανουαρίου ο Ερντογάν όταν ρωτήθηκε από έναν επιχειρηματία εάν θα επιλύσει τα προβλήματα στις εμπορικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, αφήνοντας ασαφές εάν αυτός που τον περιμένει είναι ο βασιλιάς Σαλμάν ή ο πρίγκιπας-διάδοψχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Επισήμως, ο βασιλιάς παραμένει ο επίσημος συνομιλητής της τουρκικής κυβέρνησης – ο Ερντογάν ακόμη επικοινωνεί μαζί του για να του ευχηθεί στις μεγάλες γιορτές, καθώς ο πρίγκιπας – και ντε φάκτο ηγέτης – έχει βρεθεί στο στόχαστρο της Τουρκίας σε σχέση με την υπόσχεση Κασόγκι. Μάλιστα, υπάρχει η εκτίμηση ότι η τουρκική πλευρά στοχοποίησε τον Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν σε μια προσπάθεια να ανακόψει μέσα από τη διεθνή κατακραυγή την πορεία του προς τον θρόνο. Άλλωστε, οι τουρκοσαουδαραβικές σχέσεις δεν ήταν στην καλύτερη φάση τους τα τελευταία χρόνια, ιδίως από τη στιγμή που η Άγκυρα είχε επιμείνει στις καλές σχέσεις με τη Ντόχα, παρά τη ρήξη ανάμεσα στο Κατάρ και τις άλλες μοναρχίες του Κόλπου. Βεβαίως τώρα υπάρχει επαναπροσέγγιση ανάμεσα στο Κατάρ και τα άλλα κράτη του Κόλπου, κάτι που επιδρά και στη στάση της Τουρκίας. Τώρα, όμως, φαίνεται ότι υπάρχει μια δυναμική επανασυμφιλίωσης σε ολόκληρη την περιοχή, ενίοτε και με «τεθλασμένους τρόπους». Η επαναπροσέγγιση ανάμεσα στα ΗΑΕ και την Τουρκία μάλλον έδωσε μια ώθηση και στο Ριάντ να αναζητήσει δίαυλο επικοινωνίας με την Άγκυρα για να μη μείνει έξω από την ευρύτερη συνεννόηση, κατ’ αναλογία με τον τρόπο που η απευθείας επικοινωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν ώθησε και τα ΗΑΕ σε επαναπροσέγγιση με το Ιράν. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Τουρκία έχει δείξει διάθες εμπλοκής σε ανοιχτές συγκρούσεις (όπως φάνηκε από την εμπλοκή της στη Λιβύη) αλλά και το γεγονός ότι προσφέρει drones που έχουν δοκιμαστεί σχετικά πετυχημένα σε πραγματικές συγκρούσεις, αυξάνει το ενδιαφέρον για συνεννόηση μαζί της. Βεβαίως, στον ορίζοντα αυτής της συνεννόησης βρίσκεται και η προσπάθεια η Τουρκία να αποκτήσει μια λιγότερο «παρεμβατική» πολιτική σε ανοιχτές κρίσεις και μέτωπα, κοινώς να αποφευχθούν καταστάσεις τύπου Λιβύης (όπου η Τουρκία ενίσχυε με εξοπλισμό και μισθοφόρους τη μία πλευρά και τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία στήριζαν την άλλη). Το αντάλλαγμα είναι μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία σε μια συγκυρία όπου η οικονομία κινδυνεύει να γίνει η «αχίλλειος πτέρνα» του Ερντογάν. Το άτυπο μποϊκοτάζ των σαουδαράβων στα τουρκικά προϊόντα σήμαινε ότι οι τουρκικές εξαγωγές στους πρώτους έντεκα μήνες του 2021 υποχώρησαν στα 189 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2020 ήταν 2,5 δισεκατομμύρια και το 2019 ήταν 3,2 δισεκατομμύρια. Αυτό σημαίνει ότι μια αναθέρμανση των οικονομικών σχέσεων θα ήταν μια σημαντική οικονομική ανάσα για την Τουρκία. Η δύσκολη πολιτική διαπραγμάτευση Παρά την εμφανή δυναμική επαναπροσέγγισης που υπάρχει και με τη Σαουδική Αραβία και με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η διαπραγμάτευση δεν θα είναι εύκολη. Και οι δύο χώρες θα θέλουν να δουν μια συγκράτηση της επέκτασης της τουρκικής επιρροής στην περιοχή. Κινήσεις όπως η προσπάθεια της Τουρκίας να αποκτήσει στρατιωτικές βάσεις στη Λιβύη, να επεκτείνει την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής και να ενισχύσει την παρουσία της στην Ερυθρά Θάλασσα, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη. Ούτε είναι δεδομένο ότι θα συναντήσει η Τουρκία υποστήριξη σε σχέση με τις αξιώσεις της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, με τη πίεση από την οικονομία να είναι μεγάλη και τον Ερντογάν να θέλει να είναι τμήμα μιας ευρύτερης συνεννόησης στην περιοχή, είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει σε αυτή την κατεύθυνση. (in.gr) Ο ανορθόδοξος πόλεμος που επιχειρεί ο Ερντογάν για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Τουρκία. Πώς οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Τούρκου Προέδρου επηρεάζουν την πολιτική που επιλέγει να ακολουθήσει; Η λογική ενός ισλαμικού τραπεζικού συστήματος και η αβεβαιότητα των πολιτών που οδηγεί τη χώρα σε «δολαριοποίηση». Η προσπάθεια του Ερντογάν να αποφύγει την επιλογή του ΔΝΤ και οι συμφωνίες με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Κατάρ (με φόντο την Κίνα). Τα δύο σενάρια για τον ίδιο: Καμένη γη με την ελπίδα επανεκλογής ή να βαδίσει στον δρόμο του Μεντερές. (sigmalive) Προσπάθειες να συγκεντρώσει δισεκατομμύρια δολάρια για να αποπληρώσει τιμολόγιο που αφορά εισαγωγές ενέργειας το οποίο λήγει στις αρχές του τρέχοντος έτους, μετά την άνοδο των τιμών της ενέργειας και την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, καταβάλλει η κρατική εταιρεία φυσικού αερίου της Τουρκίας. Σύμφωνα με το Bloomberg, η Boru Hatlari ile Petrol Tasima AS, γνωστή ως Botas, αναζητεί δάνειο περίπου δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων για να καλύψει επικείμενες πληρωμές, με ορισμένα από τα χρέη της να οφείλονται στην ρωσική Gazprom PJSC, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το θέμα. Όπως αναφέρει το αμερικανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο, η τουρκική εταιρεία έχει εξασφαλίσει ποσό μόνο περίπου 5 δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών (365 εκατομμύρια δολάρια) μέχρι στιγμής από μια ομάδα εγχώριων δανειστών, πολύ λιγότερο από τις ανάγκες της για το έτος, δήλωσαν άτομα, τα οποία δεν ήθελαν να κατονομαστούν επειδή οι συνομιλίες είναι εμπιστευτικές. Σημειώνει ότι δεν έχουν προχωρήσει οι συζητήσεις τις τελευταίες εβδομάδες σε σχέση με την υπόλοιπη χρηματοδότηση της εταιρείας, ενώ οι τουρκικές τράπεζες είναι απρόθυμες να παραχωρήσουν δάνεια σε ξένο νόμισμα. Πηγή: ΚΥΠΕ Επιβραδύνθηκε τον Δεκέμβριο η οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης καθώς το νέο κύμα των κρουσμάτων κορωνοϊού περιόρισε την αύξηση της δραστηριότητας στον κυρίαρχο τομέα των υπηρεσιών, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της IHS Markit. Οι ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα η Γερμανία επέβαλαν ξανά τον περασμένο μήνα μέτρα για τον περιορισμό των κρουσμάτων, με την παραλλαγή Omicron να εξαπλώνεται γρήγορα στα τέλη του περασμένου έτους. Ο σύνθετος δείκτης υπεύθυνων προμηθειών της IHS Markit, ο οποίος αντανακλά την πορεία των μεταποιητικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, μειώθηκε στις 53,3 μονάδες από 55,4 τον Νοέμβριο. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο, αλλά υψηλότερο από το όριο των 50 μονάδων που αποτελεί το μεταίχμιο μεταξύ αύξησης και μείωσης της δραστηριότητας. «Η επιτάχυνση στην αύξηση της παραγωγής που είδαμε τον Νοέμβριο ήταν δυστυχώς σύντομη. Η εξάπλωση της παραλλαγής Omicron είχε ιδιαίτερα έντονο αντίκτυπο στον τομέα των υπηρεσιών, αντανακλώντας μία εκ νέου διστακτικότητα των πελατών», δήλωσε ο Τζο Χέις, οικονομολόγος της IHS Markit. «Καθώς οι χώρες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν τις τελευταίες εξελίξεις της πανδημίας, είναι ξεκάθαρο ότι οι κίνδυνοι για την οικονομία είναι τώρα μεγαλύτεροι καθώς είναι πιθανότερη η επιβολή αυστηρότερων περιορισμών για τον περιορισμό της εξάπλωσης της Covid-19 απ' ό,τι ήταν πρόσφατα», πρόσθεσε. Σε χαμηλό οκταμήνου ο PMI Ο PMI για τον τομέα των υπηρεσιών μειώθηκε σε χαμηλό επίπεδο 8μήνου στις 53,1 μονάδες από 55,9 τον Νοέμβριο. Η ασθενέστερη ζήτηση και η απειλή που υπάρχει στον ορίζοντα για επιβολή νέων περιορισμών οδήγησαν στην αύξηση του προσωπικού των εταιρειών παροχής υπηρεσιών με τον χαμηλότερο ρυθμό από τον Μάιο, με τον δείκτη απασχόλησης να υποχωρεί στις 53,6 μονάδες από 55,4 τον Νοέμβριο. Ο PMI για τον μεταποιητικό τομέα έδειξε ότι η δραστηριότητά του παρέμεινε ανθεκτική τον Δεκέμβριο και ότι μία χαλάρωση των στενοτήτων στην εφοδιαστική αλυσίδα περιόρισε κάπως τις πιέσεις στις τιμές. Ωστόσο, ο σύνθετος δείκτης τιμών εισροών παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, στις 74,1 μονάδες, αν και χαμηλότερα από τις 76 μονάδες τον Νοέμβριο. Αντίστοιχα, ο δείκτης τιμών εκροών μειώθηκε αλλά παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα. «Αναφορικά με τον πληθωρισμό δεν υπάρχει κάτι που να δίνει ιδιαίτερη χαρά. Αν και υπήρξε μία οριακή χαλάρωση των πιέσεων στις τιμές, εξακολουθούμε να είμαστε σε υπερβολικά καυτό έδαφος - οι αυξήσεις στο κόστος τόσο των εισροών όσο και των εκροών ήταν οι δεύτερες μεγαλύτερες που έχουν σημειωθεί ποτέ», σημείωσε ο Χέις. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ Η πρόβλεψη για τη «μετα-πανδημίαν εκρηκτική ανάκαμψη» της γερμανικής οικονομίας φαίνεται να διαψεύδεται, εκτιμάται ωστόσο ότι δεν θα υπάρξει απότομη οικονομική ύφεση κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το Ινστιτούτο Μελετών της Handelsblatt (HRI) αναθεωρεί, σύμφωνα με την εφημερίδα, την πρόβλεψή του για το 2022 και επισημαίνει ότι μετά το τέλος της πανδημίας, η προστασία του κλίματος και η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού θα επιβραδύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας. Οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου θεωρούν ότι για το 2022 η ανάπτυξη θα φθάσει στο 3,4%, κατά 0,3% χαμηλότερα από ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, ενώ το 2023 η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 2,3%. Το HRI είναι πάντως από τα πλέον απαισιόδοξα οικονομικά ινστιτούτα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη για το νέο έτος. Τα μεγάλα ινστιτούτα δίνουν εκτιμήσεις από 3,5% έως 4%, ενώ η Bundesbank αναμένει ακόμη και 4,2%. Το HRI ήταν όμως πιο επιφυλακτικό και το 2020, όταν είχε προβλέψει ανάπτυξη 2,7% για το 2021, έναντι 5% άλλων ινστιτούτων - και επιβεβαιώθηκε. «Η γερμανική οικονομία δύσκολα θα σημειώσει ανάπτυξη κατά το χειμερινό εξάμηνο. Λόγω της μάχης της πανδημίας, η μακροοικονομική ζημιά είναι πιθανό να είναι σημαντικά μικρότερη από ό,τι κατά τα προηγούμενα κύματα της πανδημίας. Ακόμη όμως και αν η πανδημία ξεπεραστεί το ερχόμενο καλοκαίρι και τα προβλήματα με τις αλυσίδες εφοδιασμού επιλυθούν σταδιακά, είναι απίθανο να σημειωθεί εκρηκτική ανάκαμψη», δήλωσε ο Πρόεδρος του HRI Μπερτ Ρούρουπ και πρόσθεσε ότι «από τα μέσα του τρέχοντος έτους, τα διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας θα έρθουν και πάλι στο προσκήνιο». Οι ερευνητές του HRI θεωρούν ταυτόχρονα ότι η κατάσταση μπορεί εκ πρώτης όψεως να θυμίζει την κατάσταση έναν χρόνο πριν, αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην αντιμετώπιση της πανδημίας, οι οποίες έχουν επίσης αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη: η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού έχει πλέον εμβολιαστεί, ενώ διαπιστώνεται αξιοσημείωτη αποδοχή σε μεγάλα τμήματα της πολιτικής και της κοινωνίας. Επιπλέον, όπως τονίζεται, δεν διαφαίνεται ότι θα επιβληθεί ένα lockdown όπως αυτό του προηγούμενου χειμώνα και, παράλληλα, η Γερμανία επί του παρόντος επωφελείται από το γεγονός ότι πολλές γειτονικές της χώρες έχουν υιοθετήσει σημαντικά αυστηρότερα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό περιορίζει τα κρούσματα στη Γερμανία, αναφέρει ο κ. Ρούρουπ και εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει αιφνίδια οικονομική ύφεση κατά τον χειμώνα που διανύουμε. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί από το β' τρίμηνο του έτους, αλλά η έκρηξη ανάπτυξης που αναμενόταν από πολλούς αναλυτές για μετά την πανδημία, δεν πρόκειται μάλλον, εκτιμά το HRI, να συμβεί καθόλου. Όπως εξηγείται από το Ινστιτούτο, η γερμανική οικονομία αναπτύσσεται από τη μία πλευρά στον κλάδο της λιανικής πώλησης, ορισμένοι τομείς του οποίου επηρεάζονται σημαντικά από την πανδημία, και από την άλλη πλευρά στον κλάδο της εξαγωγικής βιομηχανίας, η οποία αντιμετωπίζει εδώ και λίγο καιρό σοβαρά προβλήματα έλλειψης υλικών. Οι ελλείψεις προκαλούν με τη σειρά τους ασταθείς τιμές π.χ. στο πετρέλαιο, τον χαλκό και την ξυλεία, αλλά και καθυστερήσεις στην παράδοση των προϊόντων. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου, το 81,9% των γερμανικών βιομηχανιών διαμαρτυρήθηκε τον Δεκέμβριο για προβλήματα στην προμήθεια βασικών ειδών. Ιδιαίτερα φαίνεται ότι πλήττεται η αυτοκινητοβιομηχανία και γενικά ο μηχανολογικός τομέας. Την ίδια ώρα, οκτώ στους δέκα εμπόρους λιανικής δήλωσαν ότι τα αγαθά που είχαν παραγγείλει δεν παραδόθηκαν εγκαίρως, με σοβαρότερα τα προβλήματα στα ηλεκτρικά είδη. Κάποιοι μάλιστα, όπως γράφει χαρακτηριστικά η Handelsblatt, δήλωσαν ότι η κατάσταση τους θυμίζει τα άδεια ράφια στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ Η κυβέρνηση της Αυστραλίας ανακοίνωσε ότι οι πιο ήπιες επιπτώσεις του παραλλαγμένου στελέχους Όμικρον του κορωνοϊού σημαίνουν ότι η χώρα μπορεί να προχωρήσει κανονικά με τα σχέδιά της να ανοίξει και πάλι την οικονομία της, παρά το γεγονός ότι καταγράφει συνεχώς ρεκόρ νέων μολύνσεων covid-19, ενώ αυξάνεται και ο αριθμός των ασθενών που νοσηλεύονται. Στις πολιτείες Βικτόρια, Κουίνσλαντ, Νότια Αυστραλία και Τασμανία ανακοινώθηκε σήμερα αριθμός ρεκόρ νέων κρουσμάτων, όπως και στην περιφέρεια της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας της Αυστραλίας. Συνολικά σε όλη τη χώρα εντοπίστηκαν το προηγούμενο 24ωρο περισσότερες από 37.150 νέες μολύνσεις, ξεπερνώντας αυτές που είχαν ανακοινωθεί χθες Κυριακή, ενώ ακόμη οι πολιτείες της Δυτικής Αυστραλίας και της Βόρειας Επικράτειας δεν έχουν ανακοινώσει τα δικά τους στοιχεία. “Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε τον αριθμό των κρουσμάτων και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τα ποσοστά της σοβαρής νόσησης, να ζούμε με τον ιό, να διαχειριζόμαστε την υγεία μας, να φροντίζουμε ότι παρακολουθούμε τα συμπτώματα και να αφήσουμε την οικονομία μας να προχωρήσει”, σχολίασε ο Αυστραλός πρωθυπουργός Σκότ Μόρισον μιλώντας στο δίκτυο Channel Seven. O ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας Γκρεγκ Χαντ δήλωσε ότι η σύσταση προς την κυβέρνηση είναι πως το στέλεχος Όμικρον είναι πιο μεταδοτικό αλλά και πιο ήπιο από άλλα στελέχη, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο τόσο για τους πολίτες όσο και για το σύστημα υγείας. Ο Μάικλ Μπόνινγκ, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου της Νέας Νότιας Ουαλίας, επεσήμανε από την πλευρά του ότι η σημαντική άνοδος των νοσηλειών σε συνδυασμό με την κορύφωση της χριστουγεννιάτικης περιόδου και τον αριθμό των υγειονομικών που έχουν εκτεθεί στην covid-19 ασκούν πίεση στο σύστημα υγείας. “Λόγω της χριστουγεννιάτικης περιόδου και των υγειονομικών που αναγκάζονται να απέχουν από την εργασία τους επειδή ήρθαν σε επαφή με κρούσματα (…) ανακαλύπτουμε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη για το προσωπικό, κυρίως σε κρίσιμες υπηρεσίες των νοσοκομείων”, δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC. Στα τέλη Δεκεμβρίου η κυβέρνηση της Αυστραλία άλλαξε τις συστάσεις της για το πότε κάποιος θα πρέπει να υποβάλεται σε μοριακό τεστ για τον κορωνοϊό και πλέον ζητεί από τους πολίτες να κάνουν συχνότερα χρήση των τεστ αντιγόνου. Όμως παρατηρούνται ελλείψεις σε τεστ αντιγόνου και ο Μόρισον δήλωσε ότι η κυβέρνηση πλέον δεν θα καλύπτει το κόστος του τεστ, το οποίο κυμαίνεται στα 15 δολάρια Αυστραλίας (περίπου 9,5 ευρώ). “Βρισκόμαστε σε ένα άλλο στάδιο αυτής της πανδημίας τώρα, στο οποίο δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε τα πάντα δωρεάν”, εξήγησε. Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ |
APXEIO
March 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|