Αλλαντίαση: Τι είναι, γιατί σκότωσε την 46χρονη που έφαγε φασολάκια - Πώς θα προστατευτείτε29/3/2022 Πανικό έχει προκαλέσει ο αιφνίδιος θάνατος της 46χρονης γυναίκας στην Ελλάδα από αλλαντίαση - Πώς μπορείτε να προστατευθείτε
0 Comments
Υπερδιπλάσιος ο κίνδυνος σοβαρών επιπλοκών στην εγκυμοσύνη για τις έγκυες με κορωνοϊό, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα. Οι έγκυες που διαγιγνώσκονται θετικές στον κορωνοϊό έχουν υπερδιπλάσιο κίνδυνο στη συνέχεια για σοβαρές παρενέργειες, όπως πρόωρο τοκετό, φλεβική θρομβοεμβολή και θάνατο στη γέννα λόγω σήψης, συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας ή άλλης αιτίας, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Οι έγκυες με κορωνοϊό έχουν 2-3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για επιπλοκές Η έρευνα επιβεβαιώνει τους κινδύνους της Covid-19 για τις εγκύους και συνεπώς την ανάγκη να εμβολιαστούν για να είναι καλύτερα προστατευμένες. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Ασιαμίρα Φεράρα του ιατρικού κέντρου Kaiser Permanente της Καλιφόρνιας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Internal Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για 43.886 έγκυες, από τις οποίες οι 1.332 είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό στη διάρκεια της κύησης. Οι γυναίκες αυτές διαπιστώθηκε ότι είχαν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα για επιπλοκές σε σύγκριση με όσες δεν είχαν Covid-19. Ο κορωνοϊός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εγείρει πολλούς κινδύνους «Τα ευρήματα αυτά έρχονται να προστεθούν σε άλλα που δείχνουν ότι η Covid-19 στη διάρκεια της εγκυμοσύνης εγείρει κινδύνους σοβαρών επιπλοκών. Σε συνδυασμό με τα στοιχεία ότι τα εμβόλια κατά της Covid-19 είναι ασφαλή στη διάρκεια της κύησης, τα νέα ευρήματα θα βοηθήσουν τις ασθενείς να κατανοήσουν τους κινδύνους και να εμβολιαστούν», δήλωσε η Φεράρα. Από τις έγκυες που βρέθηκαν θετικές στον κορωνοϊό, το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε γυναίκες που ήταν πιο νέες, είχαν ήδη πολλά παιδιά, ή ήταν παχύσαρκες ή ζούσαν σε συνθήκες κοινωνικο-οικονομικών στερήσεων. Όσες είχαν διαβήτη κύησης, ήταν πιθανότερο να χρειαστούν νοσηλεία. Tο κάπνισμα της μητέρας πριν & μετά τη σύλληψη συνδέεται με καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εμβρύου17/3/2022 Σύμφωνα με μια νέα ολλανδική επιστημονική μελέτη, διαπιστώθηκε πώς οι γυναίκες που καπνίζουν κατά την περίοδο πριν τη σύλληψη του μωρού τους, καθώς και μετά τη σύλληψή του, έχουν αυξημένη πιθανότητα το έμβρυο να εμφανίσει καθυστερημένη ανάπτυξη και να γεννηθεί λιποβαρές. Είναι η πρώτη έρευνα που εστιάζει στη σχέση του καπνίσματος έως 14 εβδομάδες πριν τη σύλληψη και 10 εβδομάδες μετά από αυτήν, και στην ανάπτυξη του εμβρύου. Η επίπτωση όσον αφορά την καθυστέρηση στην εμβρυική ανάπτυξη, φαίνεται να είναι μεγαλύτερη κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη γυναικολόγο δρ Μέλεκ Ρούσιαν του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Έρασμος του Ρότερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας «Human Reproduction», μελέτησαν 689 γυναίκες. Διαπιστώθηκε ότι το κάπνισμα πριν και μετά τη σύλληψη (άνω των δέκα τσιγάρων) συνδεόταν έως την δέκατη εβδομάδα της κύησης με καθυστερημένη ανάπτυξη του εμβρύου κατά περίπου μία μέρα, σε σχέση με τις μη καπνίστριες, και κατά μιάμιση μέρα αν η σύλληψη είχε γίνει μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης τα έμβρυα των καπνιστριών μητέρων δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν το χαμένο αναπτυξιακό χρόνο στη συνέχεια της εγκυμοσύνης και έτσι ήταν πιθανότερο να γεννηθούν με χαμηλό βάρος (κατά μέσο όρο 93 γραμμάρια λιγότερα σε σχέση με τα μωρά των μη καπνιστριών γυναικών). «Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης αναδεικνύουν τη σημασία της διακοπής του καπνίσματος πριν τη σύλληψη και οι προσπάθειες για το κόψιμο του τσιγάρου από τη γυναίκα πρέπει να εστιαστούν σε αυτό το χρονικό παράθυρο. Αν είναι δυνατό, οι γυναίκες πρέπει να σταματούν να καπνίζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυες, αν και είναι πάντα καλό πράγμα να κόψει κανείς το κάπνισμα οποιαδήποτε στιγμή, ιδίως σε οποιοδήποτε στάδιο της κύησης. Το κάπνισμα όχι μόνο επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς και το βάρος του μωρού κατά τη γέννηση, αλλά επίσης την ανάπτυξη του εμβρύου από τα πρώτα-πρώτα στάδια της κύησης. Όσα περισσότερα τσιγάρα καπνίζει μια γυναίκα, τόσο μεγαλύτερη είναι η αναπτυξιακή καθυστέρηση του εμβρύου», δήλωσε η Ρούσιαν. Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Nature, διερεύνησε γενετικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη βαρύτητα της νόσου COVID-19 σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητό γιατί κάποιοι άνθρωποι νοσούν βαρύτερα μετά από μόλυνση με τον ιό SARS-CoV2 σε σύγκριση με άλλους. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αριστείδης Ηλιόπουλος (Καθηγητής Βιολογίας-Γενετικής), Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Ευστάθιος Καστρίτης (Καθηγητής Θεραπευτικής-Παθολογίας-Ογκολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής. Τι έδειξε η συγκριτική γενετική ανάλυση Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκοσμίως σχετική γενετική μελέτη, η οποία συμπεριέλαβε συνολικά περισσότερους από 57.000 άτομα. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές της διεθνούς επιστημονικής κοινοπραξίας GenOMICC συνέκριναν το γονιδίωμα 7.491 ασθενών με COVID-19 που νοσηλεύθηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας, 46.770 ατόμων χωρίς τη νόσο (ομάδα ελέγχου) και 1.630 ατόμων που εμφάνισαν ήπια νόσο COVID-19. Η συγκριτική γενετική ανάλυση οδήγησε στον εντοπισμό 16 νέων γενετικών παραλλαγών (πολυμορφισμών) που συνδέονται με εκδήλωση σοβαρής νόσου. Οι 16 αυτές παραλλαγές προστίθεται σε 7 γνωστές και περιγράφονται 23 συνολικά. Επιπλέον, οι ερευνητές μπόρεσαν να αναπαράγουν αυτά τα αποτελέσματα και σε ανεξάρτητους πληθυσμούς. Οι γενετικοί παράγοντες που ανακαλύφθηκαν συνδέονται επιγραμματικά με την πήξη του αίματος, την ανοσολογική απόκριση στον ιό και την ένταση της φλεγμονής που ακολουθεί. Ως παράδειγμα, μια παραλλαγή στο γονίδιο IFNA1, που διαταράσσει τη λειτουργία μιας βασικής ιντερφερόνης για το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνει τον κίνδυνο του ατόμου που φέρει αυτή την παραλλαγή να νοσήσει βαριά από COVID-19. Ενδιαφέρον, επίσης, έχει το γεγονός πως άλλες γενετικές παραλλαγές αυξημένου κινδύνου σχετίζονται με τον τρόπο που τα κύτταρα αποκρίνονται στην ιντερφερόνη IFN10, καθιστώντας την σημαντικό στόχο για περαιτέρω μελέτες και ανάπτυξη θεραπευτικών στρατηγικών. Συμπεράσματα Συμπερασματικά, η νέα αυτή μελέτη περιγράφει συγκεκριμένες γενετικές ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρής νόσου COVID-19 εμπλουτίζοντας σημαντικά τις γνώσεις μας για τους μηχανισμούς απόκρισης στον ιό SARS-CoV2, ενώ δίνει τη δυνατότητα για αξιολόγηση του κινδύνου με σχετικά απλά τεστ και δημιουργεί αισιοδοξία για νέες θεραπευτικές εξελίξεις. Διαβήτης: Παγκρεατικά κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στο εργαστήριο6/3/2022 Πλήρως λειτουργικά κύτταρα που εκκρίνουν ινσουλίνη και ρυθμίζουν έτσι τη συγκέντρωση σακχάρου στο αίμα δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά στο εργαστήριο και δοκιμάστηκαν σε πειραματόζωα, μια εξέλιξη που ίσως ανοίγει το δρόμο για θεραπεία του διαβήτη. Ορισμένοι ασθενείς μπορούν ήδη να θεραπευτούν με μεταμόσχευση βήτα κυττάρων από πτωματικούς δότες, ωστόσο η μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί ευρέως καθώς απαιτεί κύτταρα από δύο δότες για κάθε ασθενή. Εδώ και χρόνια, εργαστήρια σε όλο τον κόσμο προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα παράγοντας βήτα κύτταρα από βλαστικά κύτταρα. Όμως τα κύτταρα που προκύπτουν είναι ανώριμα και δεν ελέγχουν αποτελεσματικά την έκκριση ινσουλίνης. Ερευνητές από τη Φινλανδία και την Σουηδία αναφέρουν τώρα στην επιθεώρηση Nature Biotechnology ότι έλυσαν το πρόβλημα. Η μελέτη τους δείχνει ότι βλαστοκύτταρα μπορούν πράγματι να μετασχηματιστούν σε ώριμα κύτταρα που μιμούνται τα φυσικά βήτα κύτταρα όσον αφορά τη δομή και τη λειτουργία, «Στη μελέτη μας, η έκκριση ινσουλίνης ρυθμιζόταν κανονικά και τα κύτταρα αντιδρούσαν στις μεταβολές των επιπέδων γλυκόζης καλύτερα και από τα παγκρεατικά κύτταρα δωρητών οργάνων, τα οποία χρησιμοποιήσαμε για έλεγχο» δήλωσε ο Βάινο Λιθόβιους του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι. Η λειτουργικότητα των κυττάρων εξετάστηκε σε κυτταροκαλλιέργειες και σε πειράματα σε ποντίκια: τα βήτα κύτταρα που μεταμοσχεύθηκαν στα πειραματόζωα άρχισαν να ρυθμίζουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης. «Τα επίπεδα γλυκόζης είναι υψηλότερα στα ποντίκια από ό,τι στους ανθρώπους, περίπου 8–10 millimolar. Μετά τη μεταμόσχευση κυττάρων, η συγκέντρωση γλυκόζης έπεσε στα επίπεδα που παρατηρούμε και στον άνθρωπο, περίπου 4-5 millimolar» δήλωσε η Γιόνα Ζαριμέκι-Βίρε, υπεύθυνη για τη μεταμόσχευση. Εφόσον τα ευρήματα επιβεβαιωθούν και στον άνθρωπο, η μελέτη ίσως ανοίγει το δρόμο για την εφαρμογή της ιδέας στην κλινική πράξη. The SARS-CoV-2 Omicron strain has been rapidly prevalent worldwide due to its high transmissibility and the evolutionary advantage of the virus. The Omicron strain carries numerous mutations associated with increased transmissibility and immune leakage. The strain was recently divided into four sub-variants based on genomic differences, in particular between Omicron strains BA.1 and BA.2. With the increase in Covid-19 cases due to Omicron sub-variants BA.1 and BA.2, a large number of re-infections have been observed after a previous illness. This raises the question of whether Omicron BA.2 can escape the natural immunity acquired after infection with Omicron BA.1. The doctors of the Therapeutic Clinic of the Medical School of the National and Kapodistrian University of Athens (EKPA) Theodora Psaltopoulou, Giannis Danasis, Panos Malandrakis and Thanos Dimopoulos (Rector of EKPA) summarize the relevant pre-publication of M. Stegger and associates: doi: // doi: // doi. org / 10.1101 / 2022.02.19.22271112). The researchers analyzed a subset of individuals with available clinical data in a Danish database with over 1.8 million cases of Covid-19 diagnosed between 22 November 2021 and 11 February 2022. Specifically, individuals with two positive samples were analyzed at intervals of at least 20 days but less than 60 days. A total of 1,739 cases of re-infection were recorded. Of the 263 cases of re-infection with virus sequencing elements, 47 cases of Covid-19 due to Omicron BA.2 were reported after previous infection with Omicron BA.1. In addition, 140 cases of Covid-19 due to Omicron BA.2 have been reported following a previous Delta infection. Most cases involved young, unvaccinated people with a mild illness that did not require hospitalization or lead to death. In conclusion, this study shows that re-infection with Omicron BA.2 shortly after Omicron BA.1 infection is relatively rare, but can occur. According to Sarah Otto, an evolutionary biologist at Columbia University in Vancouver, Canada, if the Omicron BA.2 strain prevails in a community shortly after the Omicron BA.1 strain, the immunity offered by the Omicron BA.1 and / or booster vaccination is likely to protect against the Omicron BA surge.2. Source: National and Kapodistrian University of Athens) Επιστήμονες από τη Γαλλία, ανακάλυψαν δέκα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ αργότερα στη ζωή. Τα προβλήματα αυτά εκδηλώνονται έως και μία δεκαετία πριν από τη διάγνωση της νευροεκφυλιστικής νόσου. Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η συχνότερη αιτία άνοιας, καθώς ευθύνεται για το 60-70% των κρουσμάτων της. Υπολογίζεται ότι προσβάλλει το 4,5% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό σημαίνει ότι πάσχουν τουλάχιστον 4,85 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες. Η νόσος έχει σοβαρές συνέπειες σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, διότι η φροντίδα των πασχόντων είναι πολύ απαιτητική. Αν και η ακριβής αιτία της δεν είναι γνωστή, έχει διαπιστωθεί ότι αναπτύσσεται σταδιακά σε βάθος αρκετών δεκαετιών πριν τελικά εκδηλωθεί. Ωστόσο έως σήμερα δεν έχει βρεθεί θεραπεία που να τροποποιεί την πορεία της. Γι’ αυτό τον λόγο γίνονται προσπάθειες να εντοπιστούν οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο, ώστε να βρεθούν τρόποι πρόληψης. Εξέτασαν 123 παθήσεις και διαταραχές Στο πλαίσιο αυτό, επιστήμονες από τη Γαλλία εξέτασαν στοιχεία από περισσότερους από 39.000 Γάλλους και βρετανούς ασθενείς, αναζητώντας τυχόν συσχετίσεις της νόσου Αλτσχάιμερ με 123 διαφορετικές παθήσεις και διαταραχές. Ειδικότερα, ανέλυσαν στοιχεία 24 ετών που αφορούσαν 20.214 ασθενείς από τη Βρετανία. Ανέλυσαν επίσης στοιχεία 21 ετών που αφορούσαν 19.458 πάσχοντες από τη Γαλλία. Όπως γράφουν στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet Digital Health, μόνον οι 10 από τις 123 διαταραχές (ποσοστό 8%) συσχετίζονταν σημαντικά με τη νόσο και στις δύο χώρες. Οι διαταραχές αυτές ήταν:Η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (σοβαρή κατάθλιψη) Η αγχώδης διαταραχή Η διαταραχή οξέος στρες Η απώλεια της ακοής (βαρηκοΐα) Η δυσκοιλιότητα Η σπονδύλωση Η απώλεια μνήμης Η κόπωση και η κακουχία Η λιποθυμία και η κατάρρευση Η παθολογική απώλεια βάρους Πότε διαγνώστηκαν Από τα προβλήματα αυτά, μόνο η σπονδύλωση είχε διαγνωστεί 2 έως 10 χρόνια πριν από τη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ. Οι υπόλοιπες διαταραχές είχαν διαγνωστεί λίγους μήνες έως και 10 χρόνια νωρίτερα. Η σπονδύλωση είναι ένας γενικός όρος, με τον οποίο περιγράφονται οι εκφυλιστικές παθήσεις σε οποιοδήποτε τμήμα της σπονδυλικής στήλης. Ο όρος περικλείει την σπονδυλική οστεοαρθρίτιδα, την σπονδυλική στένωση, την εκφύλιση των μεσοσπονδυλίων δίσκων κ.λπ. Στην παρούσα μελέτη, το 63% των ασθενών με σπονδύλωση στη Βρετανία και το 60% στη Γαλλία, είχαν εκδηλώσει σπονδύλωση στον αυχένα τους. Η μελέτη έδειξε ακόμα πως όσο πλησιέστερα προς τη διάγνωση είχαν εκδηλωθεί οι εν λόγω διαταραχές, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις η αύξησή του άρχιζε πολλά χρόνια νωρίτερα. Η κατάθλιψη και η αγχώδης διαταραχή, λ.χ., σχετίστηκαν με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για νόσο Αλτσχάιμερ ακόμα κι όταν διαγνώστηκαν 9-10 χρόνια πριν από τη διάγνωσή της. Αντίστοιχα, η δυσκοιλιότητα και η παθολογική απώλεια βάρους στα 7 χρόνια κατά μέσον όρο πριν από τη διάγνωση της νόσου. Η κακουχία και η κόπωση, όμως, σχετίστηκαν με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο κυρίως στη διετία πριν τη διάγνωση. Το ίδιο και η λιποθυμία. Καινούριο καρδιαγγειακό κίνδυνο συνιστά από μόνος του ο κοροναϊός και μάλιστα ένα χρόνο μετά,5/3/2022 Ένα έτος μετά την ανάρρωσή τους από τον κοροναϊό, οι ασθενείς είχαν αυξημένο κίνδυνο για μια σειρά από καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως αρρυθμίες, φλεγμονή του καρδιακού μυός, θρόμβους, εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια. Μάλιστα ο αυξημένος κίνδυνος ήταν εμφανής ακόμη και σε αυτούς που δεν χρειάστηκαν κάν νοσηλεία. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει νέα ανάλυση δεδομένων από σχεδόν 154.000 βετεράνους των ΗΠΑ με μόλυνση από SARS-CoV-2, που ακολουθεί σχετική μελέτη του περασμένου Απριλίου, δημοσιευμένη στο Nature και η οποία είχε δείξει την προσβολή πολλαπλών συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού από τον κοροναϊό, μεταξύ των οποίων και του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο κύριος συγγραφέας της νέας έρευνας, Ζιάντ Αλ Αλί, επικεφαλής έρευνας και ανάπτυξης στο VA St Louis Health Care System και κλινικός επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις εξήγησε στο JAMA, ότι με την τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές ήθελαν να αποκτήσουν μια βαθύτερη γνώση για τις μακροπρόθεσμες καρδιαγγειακές επιπτώσεις του κοροναϊού. Η νέα ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο Nature Medicine διερεύνησε τα καρδιαγγειακά περιστατικά σε ασθενείς που προσέγγισαν την Υπηρεσία Υγεία Βετεράνων των ΗΠΑ (VHA) κατά τις πρώτες 30 ημέρες του COVID-19 και επιβίωσαν. Οι ερευνητές υπολόγισαν τους κινδύνους και την επιβάρυνση του καρδιαγγειακού συστήματος των ανά 1000 άτομα 12 μήνες μετά την νόσηση, βάσει των δεδομένων του ιατρικού τους φακέλου. Χώρισαν τους συμμετέχοντες στη μελέτη σε 3 μεγάλες ομάδες:
Τι μάθαμεΌλοι οι ασθενείς που είχαν περάσει την COVID-19, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο για ένα ευρύ φάσμα καρδιαγγειακών διαταραχών, όπως αγγειακό εγκεφαλικό, αρρυθμίες, ισχαιμικό και μη καρδιακό επεισόδιο, περικαρδίτιδα, μυοκαρδίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια και θρομβοεμβολική νόσο. Στη διάρκεια ενός έτους μετά την οξεία φάση της λοίμωξης, για κάθε 1000 άτομα, αντιστοιχούσαν:
ΈκπληξηΟι αυξημένοι κίνδυνοι ήταν πιο έντονοι για καρδιακή ανεπάρκεια και κολπική μαρμαρυγή, όπως εξήγησε στο JAMA ο Αλ Αλί, το εύρος της καρδιαγγειακής επιβάρυνσης προκάλεσε την έκπληξη των ερευνητών, όταν διαπιστώθηκε ο κίνδυνος και σε αυτούς που δεν είχαν νοσηλευτεί, αν και δεν έγινε διάκριση μεταξύ των ατόμων που είχαν συμπτώματα ή όχι. Παρότι οι καρδιαγγειακοί κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι σε παχύσαρκους ή πάσχοντες από χρόνια νεφρική νόσο, η ύπαρξη εξ΄ αρχής κινδύνου για καρδιαγγειακή επιβάρυνση σε όλες τις υποομάδες, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κοροναϊός αποτελεί ο ίδιος απειλή για το καρδιαγγειακό σύστημα. Και για το λόγο αυτό θα πρέπει οι θεράποντες γιατροί να αναζητούν και να εντοπίζουν πρώιμα συμπτώματα καρδιακής νόσου, καθώς η έγκαιρη αναγνώριση, διάγνωση και θεραπεία θα είναι το κλειδί για τη μείωση του κινδύνου περαιτέρω δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία. |
Click to set custom HTML
ΑΡΧΕΙΟ
September 2024
Click to set custom HTML
Click to set custom HTML
|